43. Στην αγκαλιά του

63 5 0
                                    

Πονεμένα μάτια δυσκολεύουν την αίσθηση της όρασης να μου υποδείξει τον τόπο που βρίσκομαι κι ένα ισχυρό τσούξιμο σ' αυτά με κάνει να τα κλείσω απότομα.

Ξαπλώνω πίσω μπερδεμένη ξεφυσώντας.

Είναι μέρα, έχει δροσιά, το μαξιλάρι είναι μαλακό και τα απαλά παπλώματα που με σκεπάζουν τυλίγουν τρυφερά το κορμί μου παρηγορητικά.

Μονάχα από αυτά καταλαβαίνω ότι δεν είμαι σπίτι μου. Αυτή η αβρότητα δεν υπάρχει πουθενά· σε καμία γωνία του.

Και το μπλε. Το χρώμα με το οποίο έχω ξανασυναντηθεί στο παρελθόν κι από το οποίο προέκυψαν βαθιές συζητήσεις με τον κάτοχο του δωματίου.

Νους διψασμένος, για την υπενθύμιση όλων όσων έγιναν, μα ανίκανος να πλέξει σκέψεις, να τις εξελίξεις σε μία ενιαία μάζα νοητών προτάσεων.

Οπότε στέκομαι ακίνητη, να παρακολουθώ τα φιλημένα από ήλιο δάχτυλα μου. Τα κουνάω απαλά παίζοντας με τις σκιές τους, αποσπώντας την προσοχή μου με τον οποιοδήποτε τρόπο.

Το άνοιγμα της πόρτας είναι ξαφνικό στα αυτιά μου, όμως όχι και τα σιγανά βήματα που ακολουθούν.

Αναγνωρίζοντας τον δεν μπαίνω καν στον κόπο να προσποιηθώ ότι κοιμάμαι.

«Νόμιζα πώς δεν ξύπνησες»

«Το ίδιο νόμιζα κι εγώ» μουρμούρησα με την πικρία της απογοήτευσης να προσκολλάει στον ουρανίσκο μου.

ο Έντουαρντ χαμογελάει βεβιασμένα, και κάθεται στο πάτωμα, αφήνοντας δίπλα του τον γεμάτο από φρούτα και κρουασάν δίσκο.

Φαίνεται ταλαιπωρημένος. Σαν να μην άφησε τα μάτια του να σβήσουν ούτε για μισή ώρα.

«Δεν έκανα το λάθος να αφήσω τα πράγματα πάνω στο κρεβάτι, όπως την προηγούμενη φορά» αστειεύεται σε μία προσπάθεια να εμφυτέψει, έστω και με μικρή επιτυχία, την χαρά στο πρόσωπό μου ή στην φωνή μου.

Μη θέλοντας να προσθέσω κι άλλο βάρος στην ψυχολογία του χαμογελάω.

Δειλά απλώνει το χέρι του προς το δικό μου. Αγγίζοντας απαλά τα δάχτυλά μου, τα χαϊδεύει, με εμένα παρατηρητή, αδύναμο να αντιδράσει σε οποιαδήποτε χειρονομία.

Λατρευτά οι θάλασσες του με αιχμαλωτίζουν. Κάνει να ενώσει τα χείλη μας, όμως αποτραβιέμαι κι απομακρύνομαι διαλύοντας τον δεσμό των χεριών μας.

Από εκείνον ακούγεται μονάχα ένας αναστεναγμός.

Απελπισμένα μαζεύει τα γόνατά του κοντά στο στήθος του, μπερδεύοντας τα άκρα του μέσα στα κατάξανθα μαλλιά του.

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now