54. Θάνατος

53 3 0
                                    

Η νύχτα είχε αγκαλιάσει τον ουρανό με το πέπλο της μεγαλόψυχα, σκορπίζοντας τα μικρά λαμπερά διαμάντια της στο πέρασμά της, να δείχνουν τον δρόμο σ' όσους έχουν χαθεί.

Στην Κάθυ όμως γιατί δεν τον έδειχναν;

Τι είχε διαπράξει έτσι ώστε να αφεθεί μόνη ως ήταν στην απειρότητα του χάους;

Μάλλον τίποτα.

Μπορεί και τα πάντα.

Ποιος ξέρει...

«Που λες να μας πάνε

Με περιέργεια έσυρε τα μάτια της πάνω στο πρόσωπο της Μπέθανι.

«Δε με νοιάζει» ξεφύσισε.

Για κάποια που ήταν χαμένη, δεν την ενδιέφερε και πολύ που θα καταλήξει.

«Εγώ πιστεύω...» ακούμπησε το δείκτη της πάνω στο μάγουλό της με στόμφο «Ιταλία» είπε λες και μιλούσε για διακοπές.

Αυτό κίνησε την περιέργεια της Κάθυ.

«Για την ηλικία σου το παίρνεις πολύ ψύχραιμα όλο αυτό» εξομολογήθηκε, ακόμα κι αν ένιωθε κάθε βράδυ τις υγρές αποδείξεις δυστυχίας της στον ώμο της.

Το κεφάλι του κοριτσιού κατρακυλά προς τα κάτω στα σταυρωμένα της χέρια.

«Απλά προτιμώ να μην σκέφτομαι ότι είμαι μακριά από τη μαμά μου» ανταπάντησε, κάνοντας την να σωπάσει.

Ξαφνικά τα πάντα σταμάτησαν.

«Τι συνέβη απόρησε ενστικτωσώς η Μπέθανι.

Το όχημα δεν διέκοπτε την πορεία του παραμόνο μισή ώρα μέσα στην ημέρα. Οι απαγωγείς για να κρατήσουν τις δυνάμεις τους αντάλλαζαν ανά κάτι ώρες το προνόμοιο του οδηγού, για να φτάσουν μάλλον πιο γρήγορα στον προορισμό τους, αλλά ποτέ – ποτέμέσα σ' αυτές τις μέρες που βρίσκονταν το φορτηγάκι δεν σταμάτησαν τη νύχτα.

Ένας από τους τρείς άντρες άνοιξε τις πόρτες με βία «¡Despertar bellezas!¹» μονολόγησε κι άρχισε να τις τραβάει προς τα έξω.

Όλοι ήταν έξω, απολύτως κανένας δεν έμεινε μέσα στο όχημα.

Οι κοπέλες παρατεταμένες σε σειρά, η μία πιο τρομοκρατημένη από την άλλη με το κρύο αεράκι να θωπεύει τα ξεραμένα δερματά τους.

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now