1. Φυγή

270 13 2
                                    

«Τώρα θα το κάνεις χωρίς την μπλούζα σου» προσπερνάω το πλέον παρατημένο μπλουζάκι μου από το κρύο πάτωμα μαζί με τις λίγες αξίες που πρόλαβα να πάρω από το σπίτι μου, προτού με διώξουν μέσα στο κρύο και την βροχή.

Κι όχι δεν το λέω μεταφορικα.

Με πέταξαν όντως στο κρύο και στην βροχή.

Ο λόγος;

Άγνωστος, όπως ακριβώς είναι πλέον και τα πρόσωπα τους για μενα.

Κάνω ένα βήμα μπροστά και δέχομαι το αδιάκριτο βλέμμα της να κυλά σε κάθε εκατοστό του κορμιού μου, προσπαθώντας να βρει λίγο ψαχνό για να μπορούν οι άλλοι να πιανουν.

Παρακολουθώ στο βαριεστημένο πρόσωπο της να ζωγραφίζεται η απογοήτευση, πράγμα που με αγχώνει ακόμα πιο πολύ.

«Νικ!» τσίριξε προσφωνώντας το όνομα του άντρα που με έφερε εδώ λίγα λεπτά πριν.

Καθόμουνα μπροστά από ένα εστιατόριο και λιγουρευόμουν τα πιάτα που σερβίρονταν στους πελάτες – κι ένας από αυτούς τύγχανε να ήταν εκείνος.

Προφανώς είχε προσέξει την εξευτελίστικα απεγνωσμένη στάση στην οποία βρισκόμουν ή τα σάλια που έτρεχαν από το ανοιχτό μου στόμα.

Μάλλον για αυτό μου έκανε νόημα να μπω μέσα.

Χωρίς να χάσω την ευκαιρία, με την ελπίδα να γεμίσω το στομάχι μου με λίγη τροφή ή τουλάχιστον να νιώσω την ζεστασιά του χώρου στην επιδερμίδα μου εισήλθα γρήγορα δίχως να σκεφτώ τις συνέπειες που θα είχε αυτό στο μέλλον μου.

«Πως περιμένεις ρε ηλίθιε να τραβήξει αυτό το πράγμα κόσμο στα κλαμπ;» ρώτησε ρητορικά.

Μάλλον η απάντηση ήταν ξεκάθαρη.

Δεν θα προσέλκυα κανέναν σε αυτά τα μαγαζιά γιατί πολύ απλά, όπως είχε πιθανότατα σκεφτεί αυτή η φανταχτερή σαραντάρα, δεν είχα τις επιθυμητές καμπύλες για να τους βοηθήσω να πετύχουν τον σκοπό τους.

Μην κρίνετε ήμουν μόνο 11 χρόνων.

«Σκέψου λίγο ρε Σάρα.» ώστε έτσι την λένε «Αν την ταΐσουμε, μεγαλώσει λίγο και την βάψουμε θα μπορέσουμε να βγάζουμε κάθε βράδυ όχι ένα και δύο, αλλά τρία χιλιάρικα!» είπε με μάτια να γυαλίζουν από ενθουσιασμό.

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now