Τι;

«Τι εννοείς "δεν ήταν η Μόρα"; Και τι ήταν;»

«Η Μόρα με εκδικείται για κάποιον λόγο, και πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι μόνη της. Είναι σαν να υπάρχει και κάποιος άλλος στο πλευρό της, σαν κάποιου είδους βοηθός ή ακόμη και ένας μελλοντικός αντικαταστάτης της»

«Και ήρθε σε εμένα για να εκδικηθεί εσένα;»

«Πολύ φοβάμαι πως αυτό δεν έχει καμία σχέση με την εκδίκηση της, ίσως είναι κάτι σαν μια προειδοποίηση»

«Προειδοποίηση για ποιο πράγμα, Φιν;»

«Εκείνο το βράδυ, είχε έρθει ταυτόχρονα και στους δύο μας, y/n. Ένιωσα κι εγώ ένα γιγάντιο σώμα να με πλακώνει. Και ξέρω πως η Μόρα δεν έχει την δυνατότητα να κάνει κάτι τέτοιο»

«Και εγώ τι σχέση έχω με αυτό; Γιατί να με επισκεφτεί;»

«Γιατί ξέρει πως αυτός είναι ο πιο επίπονος τρόπος για να με εκδικηθεί, ότι κι αν είναι αυτό που της έχω κάνει. Ξέρει το ποσό πολύ σε αγαπώ, και το ότι αν πάθεις κάτι εσύ θα τρελαθώ... Ξέρει πως να με σκοτώσει αφού δεν μπορεί να με βλάψει σωματικά» λέει και αισθάνομαι την καρδιά μου να φτερουγίζει. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάω τόσο πολύ αυτόν τον άνθρωπο;

Μπορώ παρά την έλλειψη φωτισμού, να διακρίνω τα μάτια του να αστράφτουν στο σκοτάδι.

Είμαι σίγουρη πως η μητέρα μου πλήρωσε για να βγει ο Φιν από την φυλακή, όπως έκαναν κι με εμένα.

«Πως μπορείς και το κάνεις αυτό, Φιν;»

«Τι εννοείς;» λέει και αισθάνομαι το χέρι του να απομακρύνει από το πρόσωπο μου μια τούφα μαλλιών.

«Πες μου, πώς μπορείς να με διαψεύδεις συνεχώς τις στιγμές που πιστεύω πως δεν μπορώ να σε αγαπήσω περισσότερο;»

«Εσύ, πες μου πως μπορείς να με κάνεις να αισθάνομαι τόσο μεγάλη ευτυχία με μόνο ένα χαμόγελο σου»

Γελάω πνιχτά.

«Για κάποιον λόγο μου θυμίζουμε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» λέω χαμογελώντας.

«Ισχύει. Μόνο που η δική μας αγάπη θα έχει καλό τέλος. Σου το ορκίζομαι» λέει ακουμπώντας τρυφερά το χέρι του στο μάγουλο μου.

«Ω, Ρωμαίο Ρωμαίο. Γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;» λέω και τον ακούω να γελάει ελαφρά. Έχω διαβάσει την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας πάνω από δέκα φορές και πραγματικά είναι η πιο όμορφη ιστορία που έχω διαβάσει ποτέ, μαζί με εκείνη του Έρωτα και της Ψυχής. «Ξέχασε τον πατέρα σου, και αρνήσου το όνομα σου. Μόνο αγάπη ορκίσου μου αιώνια κι εγώ θα πάψω να είμαι κόρη Καπουλέτου»

«Να ακούσω κι άλλα ή να αποκριθώ σε αυτά;» λέει τα λόγια του Ρωμαίου και μένω έκπληκτη. Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα να έχει διαβάσει το έργο.

«Μόνο το όνομα σου είναι εχθρός μου. Και εσύ ο ίδιος θα ήσουνα αν δεν σε έλεγαν Μοντέγο»

«Πες με αγάπη σου, και εδώ ξαναβαφτίζομαι. Ποτέ δεν θα 'μαι πια ο Ρωμαίος» λέει και χαμογελάω πλατιά στο άκουσμα των αγαπημένων μου λόγων του Ρωμαίου.

«Ποιος είσαι εσύ που κρύβεσαι μες τις σκιές της νύχτας να με κατασκοπεύσει;»

«Δεν ξέρω πως να σου πω ποιος είμαι. Το όνομα μου, Αγία μου, σε εμένα είναι μισητό, γιατί είναι εχθρός σου»

«Δεν σε έχω ακούσει να μιλάς πολύ, αλλά τον τόνο τούτης της γλυκιάς φωνής τον ξέρω. Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο Μοντέγος;»

«Κανένας από τους δύο αγάπη μου, αν και τους δύο αντιπαθείς»

«Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν γνωρίζεις πως οι συγγενείς μου θα σε τιμωρήσουν εάν σε βρούν να καραδοκείς εδώ;»

«Δεν μετράει τίποτα περισσότερο στον κόσμο ολόκληρο από το να σε βλέπω. Ένα άγριο σου βλέμμα, αγάπη μου περισσότερο με φοβίζει από ότι τα 20 σπαθιά τους» λέει και γελάω ελαφρά.

«Ουάου. Δεν το περίμενα με τίποτα να διαβάζεις Σαίξπηρ» λέω με ειλικρίνεια.

«Ναι, διαβάζω πολύ από αυτό. Ιδικά όταν δεν έχει το "πηρ" στο τέλος» λέει και τον χτυπάω ελαφρά στο χέρι όταν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που εννοεί. Εκείνος όμως εξακολουθεί να γελάει.

Είχε πολύ καιρό να κάνει κάποιο πρόστυχο αστείο, και πραγματικά δεν μου έχει λείψει καθόλου αυτή η συνήθεια.

«Μπορώ ακόμη κι έτσι να δω τι κοκκίνισμα στα μάγουλα σου, κούκλα» με πειράζει και κοκκινίζω ακόμη πιο πολύ.

«Μα, δεν έχω κοκκινήσει» λέω ψέματα.

«Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι από εμένα, κούκλα. Πάντως, χωρίς πλάκα, κάποια στιγμή θα πρέπει να συνηθίσεις τα πρόστυχα σχόλια. Είναι κάτι που ο κόσμος σήμερα το συνηθίζει να κάνει»

«Ναι, δεν χρειάζεται» προσπαθώ να αποφύγω την συζήτηση.

«Με κάνεις να αναρωτιέμαι αν είμαι ανώμαλος που η αθωότητα σου με εκλύει τόσο πολύ»

«Δηλαδή;»

«Με κάνεις να αισθάνομαι πως πρέπει να σου μάθω τόσα μα τόσα πολλά πράγματα» λέει και αργώ λίγο παραπάνω να πιάσω το υπονοούμενο πίσω από τα λόγια του.

«Φιν!» τον μαλώνω έχοντας κοκκινίσει ακόμη περισσότερο.

«Πρέπει να συνηθίσεις, δεν είπαμε;»


𝐓𝐫𝐮𝐬𝐭 𝐌𝐞ᶜᵒᵐᵖˡᵉᵗᵉᵈWhere stories live. Discover now