Νυχτερινή επίσκεψη

Start from the beginning
                                    

  Το τηλέφωνο θα μας το συνδέσουν την άλλη βδομάδα. Ανυπομονώ να σου μιλήσω!!!

Εσύ τι κάνεις; Μου έγραψες κανένα γράμμα; Πες τα μου όλα, εντάξει; Μου λείπεις τόοοοοοοοοοοοοοοοοοοσο πολύ!

Με πολλή πολλή αγάπη,

Η καλύτερη φίλη που είχες ποτέ. (την έχω ακόμη την αλυσίδα με τις μαργαρίτες. Έχει μαραθεί κάπως, αλλά την έχω φυλάξει μέσα σ' ένα βιβλίο. Θα την κρατήσω για πάντα, όπως είπαμε).

Σάρλοτ ΧΧΧΧΧ

Ξαφνικά με έπιασαν πάλι αυτές οι τύψεις. Είχα τόσο απορροφηθεί από την ιστορία με τη Μαργαρίτα, που δε σκεφτόμουν σχεδόν καθόλου τη Σάρλοτ. Είχα άραγε αρχίσει κιόλας να την ξεχνάω; Ούτε βδομάδα δεν είχε περάσει. Τι σόι φίλη ήμουν; Γι' αυτό και η Μαργαρίτα δεν ήθελε να γίνει φίλη μου.

Κάθισα στο δωμάτιό μου με τα βιβλία του σχολείου ολόγυρα, προσπαθώντας να διαβάσω. Αλλά πού να συγκεντρωθώ. Πήρα την τράπουλα και προσπάθησα να κάνω μερικά κόλπα, αλλά ούτε αυτό το είχα όρεξη. Σήκωσα κάτι πέταλα που είχαν πέσει στο πάτωμα και ίσιωσα τη μαργαρίτα στην αυγοθήκη. Ύστερα δοκίμασα να σκεφτώ μήπως υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσα να του μιλήσω ή ένα μέρος να πάω για να μην νιώθω τόσο μόνη. Ούτε το δεν είχα πια. Ακόμη κι αυτό ανήκε στη Μαργαρίτα τώρα.

Αποφάσισα να πέσω για ύπνο νωρίτερα. Ίσως αν κοιμόμουν, να ονειρευόμουν μια ζωή πιο όμορφη από την πραγματική.

Με πήρε γρήγορα ο ύπνος, ένας ύπνος ελαφρύς και διάφανος, κάτω ακριβώς από τα βλέφαρά μου, που ήταν έτοιμα να ανοίξουν με το παραμικρό.

Άκουγα έναν απαλό ήχο, κάτι σαν ταπ ταπ. Βρισκόμουν σ' ένα δάσος, περιτριγυρισμένο από ψηλά δέντρα, με τις αχτίδες του ήλιου να τρυπώνουν μέσα από τα κλαδιά. Να τι ήταν ο ήχος: ένας τρυποκάρυδος. Έμεινα να τον κοιτάζω να χτυπάει με το ράμφος του τον κορμό. Ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ. Για μια στιγμή σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε. Το δέντρο έγινε γυάλινο και ο τρυποκάρυδος επέστρεψε στην ασχολία του. ΤΑΠ ΤΑΠ ΤΑΠ ΤΑΠ. Πιο δυνατά, πιο γρήγορα.

"Φιλίπα!" ΤΑΠ! ΤΑΠ! ΤΑΠ!

Άνοιξα τα μάτια.

Ήμουν στο δωμάτιό μου, όχι στο δάσος. Ούτε τρυποκάρυδος υπήρχε. Είχα ξυπνήσει για τα καλά. Όμως τα χτυπήματα συνεχίζονταν. Τι να ήταν;

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο παράθυρο. Ταπ ταπ ταπ ταπ. Από εκεί ερχόταν. Μα πώς είναι δυνατόν; Αφού το δωμάτιό μου είναι στον επάνω όροφο! Πώς γίνεται να φτάνει κάποιος το παράθυρό μου; Να ήταν αυτός που καθαρίζει τα τζάμια με το γερανό; Αυτό ήταν όλο κι όλο που μπορούσε να σκεφτεί το κοιμισμένο μυαλό μου. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν κοντά μεσάνυχτα. Οπότε, ποιος καθαριστής;

"Φιλίπα!" Η φωνή ακούστηκε ξανά, απέξω. Τότε κατάλαβα ποιος ήταν. Τράβηξα την κουρτίνα. Και μπροστά μου, ακριβώς έξω από το παράθυρο, είδα τη Μαργαρίτα!

Έμεινα άφωνη. Δεν είχα ιδέα τι να της πω ή πώς να κάνω τη φωνή μου να βγάλει λέξεις. Παρόλο που ήξερα τι ήταν η Μαργαρίτα, παρόλο που είχα δει τα φτερά της, δεν ήμουν προετοιμασμένη για το θέαμα που με περίμενε: μια αληθινή νεράιδα έξω από το παράθυρό μου να πετάει μες στη νύχτα. Ήταν σαν εικόνα από παραμύθι ή ταινία. Όχι από την πραγματικότητα και σίγουρα όχι από τη δική μου πραγματικότητα!

Τα ξανθοκίτρινα μαλλιά της φάνταζαν χρυσαφιά στο νυχτερινό ουρανό. Η στολή του σχολείου είχε αντικατασταθεί από κάτι που φαινόταν λευκό με μετάξι και πούπουλα. Όλα πάνω της άστραφταν και λαμποκοπούσαν, φωτίζοντας το χώρο γύρω της. Τα πανέμορφα φτερά της τρεμόπαιζαν στον αέρα, μέσα στο νυχτερινό ουρανό, με τις πουπουλένιες τους άκρες να λαμπιρίζουν στο φεγγαρόφωτο.

"Φιλίπα, πρέπει να έρθεις μαζί μου", είπε η Μαργαρίτα. "Το επόμενο πεφταστέρι είναι σε μισή ώρα. Μπορείς να κάνεις άλλη μια ευχή".

Ήμουν έτοιμη να την ακολουθήσω και να κάνω ό,τι μου έλεγε. Αλήθεια νοιαζόταν για μένα τελικά. Ήθελε να μου πραγματοποιήσει μια ευχή!

Και τότε θυμήθηκα. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεμπερδεύει το συντομότερο δυνατόν με τις ευχές για να ολοκληρώσει την αποστολή και να σηκωθεί να φύγει μακριά από μένα. Αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνάω. Δεν ήταν επειδή με συμπαθούσε, ούτε επειδή ήθελε να είμαι ευτυχισμένη. Ήταν η δουλειά της και έπρεπε να την τελειώσει. Ποτέ δεν έπρεπε βα το ξεχνάω αυτό.

Κι όμως, ύστερα από μια τέτοια μέρα, ήξερα αμέσως ποια θα ήταν η επόμενη ευχή μου.

"Θα σε βρω σε πέντε λεπτά", είπα. Φόρεσα τη ρόμπα μου και για τρίτη φορά μέσα σε μια βδομάδα, έφυγα κρυφά από το σιωπηλό σπίτι μου για να πάω στον κήπο.

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now