Νέα ζωή No3

Start from the beginning
                                    

Σήκωσα τους ώμους. Τι να πω; Τίποτα δεν είχα να πω.

"Η Μπεθ κι εγώ θα πάμε", είπε χαμογελώντας στην κολλητή της γεμάτη περηφάνια.

"Αλήθεια;" Στη φωνή μου μάλλον ακούστηκε και η απορία μου. Γιατί η Μπεθ με τη Λόρεν ήταν εξίσου "ταλαντάρες" μ' εμένα. "Και τι θα κάνετε;"

"Θα τραγουδήσουμε!"

"Όχι μόνες μας", είπε η Μπεθ. "Λέμε να πούμε μερικά τραγούδια και με κάποιους άλλους από τη χορωδία".

"Α, ναι; Τέλεια", είπα.

"Εσύ; Θα πάρεις μέρος;"

"Και να κάνω τι;" ρώτησα.

"Ε, εσείς οι τρεις. Ησυχία!" είπε η κυρία Χόλντσουορθ σηκώνοντας το κεφάλι από τον κατάλογο.

"Συγγνώμη, κυρία", απαντήσαμε και οι τρεις ταυτόχρονα. Χάρηκα που κόπηκε η συζήτηση πριν μπούμε σε τίποτα λεπτομέριες για το πόσο ατάλαντη και αδιάφορη ήμουν.

Η Μαργαρίτα άνοιξε απότομα την πόρτα της τάξης. "Συγγνώμη που άργησα", είπε λαχανιασμένη. "Με πήρε ο ύπνος".

Η στολή της ήταν χάλια, το πουκάμισο της έξω από τη φούστα και το πουλόβερ της δεμένο όπως όπως στη μέση της. Το φόρεσε στο πι και φι με το που κάθισε, αλλά εγώ πρόλαβα να δω το φούσκωνα στην πλάτη της. Ήταν λες και οι ωμοπλάτες της είχαν διπλασιαστεί σε όγκο. Και δεν ήμουν η μόνη που το πρόσεξε. Η Τρίσα Μάιλς και κάτι άλλες απ' το θρανίο της άρχισαν να τη δείχνουν και να ψιθυρίζουν διάφορα.

Η κυρία Χόλντσουορθ κούνησε το κεφάλι και σημείωσε το όνομά της στον κατάλογο. "Αυτή τη φορά συγχωρείσαι μιας και είσαι καινούρια στην τάξη ", είπε. "Αλλά θα είναι και η τελευταία".

Η Μαργαρίτα κοίταξε την Τρίσα και την παρέα της και τράβηξε την καρέκλα της δίπλα μου. Ακόμη την έδειχναν και χασκογελούσαν με τα χέρια μπροστά στο στόμα. Ήθελα να της πω μια παρηγορητική κουβέντα. Ήθελα να ξέρει πως δεν το έκαναν μόνο σ' εκείνη, πως πάντα γελούσαν με τους άλλους με την παραμικρή ευκαιρία. Αλλά η Μαργαρίτα το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει άγρια και να χωθεί στα βιβλία της. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο.

"Τι;" τη ρώτησα. Γιατί, δηλαδή,  να κοιτάει εμένα με τόσο απαίσιο βλέμμα;

"Όλη νύχτα στριφογύριζα σ' αυτό το μέρος.", μου είπε απότομα. "Στις πέντε το πρωί με πήρε ο ύπνος".

"Και φταίω εγώ;" της ψιθύρισα.

"Είπα ότι φταις εσύ;" μου αντιγύρισε. Γύρισα τα μάτια μου στο ταβάνι.

"Κοίτα, το ξέρω πως δε φταις εσύ", συνέχισε. "Αλλά μπορείς να μου φέρεις κρυφά καμιά κουβέρτα; Δεν είμαι συνηθισμένη να κοιμάμαι σε σκληρά πατώματα".

Έγνεψα ναι. "Θα κάνω ό,τι μπορώ". Και μετά άνοιξα το τετράδιό μου, χωρίς να ασχοληθώ με τα ξεφυσήματα της Μαργαρίτας που μου είχαν σκάσει τα νεύρα.

Όσο συνέχιζε η μέρα, εγώ σκεφτόμουν συνέχεια την πρώτη μου ευχή και αναρωτιόμουν αν πράγματι είχα κάνει καλά. Θέλω να πω, εντάξει, πολλές φορές με είχε φέρει σε δύσκολη θέση ο μπαμπάς και με έκανε να νιώθω γελοία μπροστά στους φίλους μου. Και η μαμά, μια απ' τα ίδια ώρες ώρες. Αλλά σίγουρα ήταν τόσο χάλια; Και τελικά αυτή η αλλαγή είχε κάνει καμιά μεγάλη διαφορά στη ζωή μου; Ήμουν, δηλαδή, πιο ευτυχισμένη τώρα πια;

Η μαμά μιλούσε πάλι με τις νέες φίλες της όταν βγήκα από το σχολείο. "Τα λέμε το βράδυ", τους φώναξε όταν μπήκαμε στο αμάξι. Δεν είχαμε φτάσει ακόμα σπίτι όταν συνειδητοποίησα πως δεν με είχε ρωτήσει καν πώς είχε πάει η μέρα μου. Όχι ότι την είχα ρωτήσει κι εγώ, δηλαδή.Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο πιο χαζή ένιωθα.Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είχα ιδέα τι να πω στη μαμά μου.

Όταν φτάσαμε σπίτι, ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιό μου. Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι και διάβαζα ένα μαγικό κόλπο όταν κάποιος μου χτύπησε την πόρτα.

Είδα τη μαμά."Αγάπη μου, δε θα διαβάσεις τα μαθήματά σου;" ρώτησε.

"Σε μισό λεπτό. Απλώς θέλω να τελειώσω αυτό το κόλπο".

"Καλύτερα να το αφήσεις κάτω και να ξεκινήσεις τώρα αμέσως", είπε αυστηρά η μαμά.

Έκλεισα το βιβλίο. Η μαμά δε με είχε πιέσει ποτέ με τα μαθήματα. Και εγώ δεν είχα καθυστερήσει ποτέ το διάβασμα. Τι έγινε; Ήθελα να της πω κάτι, αλλά ήταν μάταιο. "Εντάξει", είπα τελικά. Αλλά στο στομάχι μου φτερούγιζε μια πολύ περίεργη αίσθηση. Θυμός. Αδικία. Άγχος. Όχι, δεν ήταν δίκαιο!

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now