Πεφταστέρι No2

Start from the beginning
                                    

"Μαμά", είπα με φωνή που έτρεμε.

Μου χαμογέλασε. Το ίδιο χαμόγελο με της μαμάς μου. Ίσως λίγο πιο σφιγμένο. Σαν να βιαζόταν, αλλά να προσπαθούσε να μην το δείξει. Μα φυσικά! Αφού είχε να πάει στη δουλειά! Αν ήταν η μαμά που είχα φανταστεί, τότε δούλευε σε μια εταιρεία ως ιδιαίτερα. Φορούσε ένα πολύ κυριλέ μαύρο παντελόνι και ένα κομψό μπλουζάκι, και πάνω την ποδιά της κουζίνας. Και τα μαλλιά της ήταν διαφορετικά, ήταν- πως να το πω; - πιο συμμαζεμένα. Κοντά. Να τα είχε ισιώσει; Και ξανθά. Τα μαλλιά της μαμάς ήταν πάντα μια καστανή μάζα από ατίθασες τρίχες, κάπως σαν του μπαμπά. Με τέτοια γονίδια, σιγά μην τη γλίτωνα εγώ.

"Τι έκανες στα μαλλιά σου;" τη ρώτησα πριν προλάβω να καθήσω.

Η μαμά με κοίταξε παραξενεμένη.

"Τι εννοείς, αγάπη μου;" είπε. "Πάντα έτσι τα έχω". Και επέστρεψε στην ηλεκτρονική κουζίνα. "Θα σου βάλω πρωινό, εντάξει;" είπε και έσπασε ένα αυγό στο τηγάνι. Παραλίγο να μου τρέξουν τα σάλια στο σαγόνι.

"Κατεβαίνω σε δύο λεπτά", είπα και ανέβηκα σφαίρα στο δωμάτιό μου να ντυθώ.

Έπιασε, έπιασε, έπιασε! Τσίριζα μοναχή μου καθώς έβαζα τα ρούχα μου, χοροπηδώντας και χτυπώντας τον αέρα με τη γροθιά μου. Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου ήταν φυσιολογικοί! Κανονικοί, αξιοπρεπείς! Είχαμε και κανονικό αυτοκίνητο. Και η μαμά μαγείρευε κανονικό πρωινό.

Γελούσα τόσο πολύ απ' τη χαρά μου. Ήθελα να πάρω αμέσως τηλέφωνο τη Σάρλοτ και να της το πω. Ήθελα να τρέξω στο δρόμο φωνάζοντας σαν τρελή. Ήθελα να πάω ν' αγκαλιάσω τη Μαργαρίτα. Ήθελα να το πω σ'όλο τον κόσμο! Οι γονείς μου ήταν φυσιολογικοί!

~timeskip~

Ο μπαμπάς καθόταν ακόμη στο τραπέζι όταν κατέβηκα. Έπινε καφέ και διάβαζε εφημερίδα.

"Ήρθε αυτό για σένα, αγαπούλα", είπε και μου έδωσε ένα φάκελο. Πάνω είχε τα γράμματα της Σάρλοτ.

Έσκισα το φάκελο με λαχτάρα. Πολυαγαπημένη μου κολλητούλα, καλύτερη φίλη του κόσμου, άρχιζε το γράμμα. Κόντευα να πέσω κάτω απ' τη χαρά μου.

"Κάθισε, αγάπη μου, να σου φέρω πρωινό", είπε χαμογελαστά η μαμά. Έβαλα το γράμμα στην τσέπη μου και έπεσα με τα μούτρα στο πιάτο με το που το έβαλε στο τραπέζι.

"Τρώγε σαν άνθρωπος!" είπε αυστηρά ο μπαμπάς. Τρώγε σαν άνθρωπος; Σαν τι έτρωγα δηλαδή; "Θα πνιγείς", πρόσθεσε πριν προλάβω να πω τίποτα.

"Κάνεις σαν να μην έχεις ξαναδεί πρωινό", είπε λίγο πιο γλυκά η μαμά.

Κοίταξα το τηγανητό αυγό μου, το μπέικον, τα λουκάνικα και τις πατατοκροκέτες.

"Ε... κάθε μέρα έτσι τρώμε;" ρώτησα διστακτικά.

Η μαμά πάτησε τα γέλια.

"Τι ερώτηση!"

Γέλασα κι εγώ. Ναι, χα, χα.

"Συγγνώμη", είπα ενώ ακόμη αναρωτιόμουν ποια ήταν η απάντηση στην χαζή μου ερώτηση.

Ύστερα από λίγο, ο μπαμπάς ξεδίπλωσε την πετζέτα του φαγητού. Πετσέτες υφασμάτινες! Μα ποτέ δεν είχαμε τέτοιες στο τραπέζι!

"Αγάπη μου, υπέροχο το πρωινό", είπε και φίλησε τη μαμά στο μάγουλο. Σηκώθηκε από το τραπέζι και έστρωσε τη γραβάτα του.

"Δέκα λεπτά, Φιλίπα, εντάξει;"

"Δέκα λεπτά;" επανέλαβα, κοιτάζοντας το ρολόι μου. Θα έφτανα νωρίτερα. Δεν είχα ξαναπάει νωρίτερα στο σχολείο.

"Το ξέρεις πως στον μπαμπά σου δεν αρέσει καθόλου να αργεί", είπε η μαμά μόλις βγήκε ο μπαμπάς απ' την κουζίνα.

"Σοβαρά;" αναφώνησα. "Σοβαρά δεν του αρέσει να αργεί;"

Η μαμά με κοίταξε περίεργα. "Είσαι καλά, Φιλίπα;" ρώτησε.

"Γιατί;"

Κούνησε το κεφάλι. "Δεν ξέρω. Είσαι λίγο διαφορετική σήμερα".

Εγώ είμαι η διαφορετική; Έβαλα τα γέλια. Αλλά έκρυψα το στόμα μου με την πετσέτα. Εγώ, διαφορετική! Τι αστείο! Αλλά για εκείνη καθόλου αστείο δεν ήταν. Ήταν η αληθινή της ζωή. Αληθινή, φυσιολογική, κανονική καθημερινότητα.

"Έτοιμη, αγαπούλα;" φώναξε ο μπαμπάς απ' το διάδρομο. Τον είδα από το παράθυρο να μπαίνει στο αμάξι του. Το Ford Mondeo. Και μετά άκουσα τη μηχανή να παίρνει μπρος. Χωρίς κρότους και μαρσαρίσματα, χωρίς ηλίθια τραγουδάκια στην κόρνα. Και για τον μπαμπά μου αυτό ήταν το φυσιολογικό, το κανονικό, η καθημερινότητά του.

Η μαμά συνέχισε να με κοιτάζει παραξενεμένη. Της χαμογέλασα και πήγα να την αγκαλιάσω.

"Μια χαρά είμαι, μαμά", είπα. Και για πρώτη φορά, το εννοούσα.

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now