Όμως, ποτέ δεν έλεγαν τίποτα. Και μόνο που φανταζόμουν το πρόσωπό του - ή της μαμάς - να ζαρώνει αν άκουγε τέτοιο πράγμα από το στόμα μου... Τέλος πάντων. Δεν ήταν και τόσο τραγικό το βαν. Αν έκλεινες τα μάτια σου. Και τα αυτιά σου.

Φτάσαμε στο σχολείο λίγο αφότου είχε χτυπήσει το κουδούνι. Δεν είχα προλάβει τις παρουσίες. Βγήκα από το βαν και πάνω που ήμουν έτοιμη να κλείσω την πόρτα και να χαιρετήσω τον μπαμπά, τον είδα να σβήνει τη μηχανή.

"Γιατί την έσβησες;" ρώτησα.

"Δε θέλω να βρεις τον μπελά σου. Θα έρθω να μιλήσω στη δασκάλα σου. Θα της πω πως εγώ έφταιγα".

"Μα δεν φταις εσύ!" τσίριξα έντρομη. Καλά, σοβαρά θα ερχόταν να μιλήσει στη δασκάλα μου μπροστά σ' όλη την τάξη;

"Εγώ έφταιγα, αγάπη μου. Εγώ και η μαμά σου είμαστε υπεύθυνοι για σένα. Δεν έπρεπε να μας πάρει ο ύπνος. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την ώρα που θα πας στο σχολείο. Γονείς σου είμαστε!"

"Μα, μπαμπά..."

Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. "Δεν έχει μα και μου. Πάμε". Έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε το βαν και ήρθε πλάι μου. Ε, τότε πρόσεξα και το πιο τραγικό απ' όλα.

Ο μπαμπάς φορούσε πιτζάμες!

"Μπαμπά! Δε γίνεται να μπεις έτσι μέσα!"

"Γιατί; Δεν πειράζει", είπε και κούνησε το χέρι λες και θα μου έδιωχνε την ντροπή. "Δε θα καταλάβει κανείς ότι είναι πιτζάμες. Αφού μοιάζουν με αυτά τα μοντέρνα παντελόνια που φοράνε τα παιδιά σήμερα, έτσι δεν είναι;"

Ο μπαμπάς είχε άδικο για πολλούς λόγους. Από πού να ξεκινήσω, δηλαδή. Οπότε δεν είπα τίποτα. Απλώς έλπιζα πως θα κατάφερνα να σκεφτώ κάτι πριν μπούμε στο κτίριο. Δεν μπορεί να ερχόταν μαζί μου, έτσι; Δεν ήταν δυνατόν. Όχι, ακόμη κι ο μπαμπάς μου δε θα το παρατραβούσε τόσο.

*timeskip*

"Όπως σας είπα, λοιπόν, δεν έφταιγε η Φιλίπα που άργησε και δεν θα ξαναγίνει". Ο μπαμπάς χαμογέλασε πλατιά στην κυρία Χόλντσουορθ, αγνοώντας παντελώς ότι όλη η τάξη τον παρατηρούσε. Μερικοί μαθητές τον κοίταζαν σοκαρισμένοι. Άλλοι ψιθύριζαν διάφορα. Μάλιστα άκουσα έναν να λέει: "Μη μου πεις ότι είναι πιτζάμες αυτό που φοράει". Την απάντηση δεν την άκουσα. Δεν ήθελα με τίποτα. Αυτό που ήθελα πάνω απ' όλα εκείνη τη στιγμή ήταν να χωθώ κάτω από το θρανίο και να μεταφερθώ σε ένα άλλο σύμπαν. Ένα σύμπαν που να μην έχει γονείς.

Ή αν έχει, να είναι φυσιολογικοί!

Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο. Με όλα εκείνα τα βλέμματα στραμμένα πάνω στον μπαμπά και με όλα εκείνα τα κρυφά κοροϊδευτικά γελάκια, μου ήρθε ξαφνικά μια ανάμνηση. Η χειρότερή μου ανάμνηση.

Όχι! Αυτό θα το έβγαζα απ' το κεφάλι μου. Πότε δεν ήθελα να το ξανασκεφτώ.

Τράβηξα ξανά το μυαλό μου στο παρόν - που ήταν ελάχιστα καλύτερο από την ανάμνηση. Ο μπαμπάς γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι την ώρα που έφευγε. "Τα λέμε το βράδυ, κολοκυθάκι μου", είπε.

Δεν άντεχα να απαντήσω. Το πρόσωπό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί, τόσο είχε πυρώσει. Καλά, σοβαρά το είχε μόλις κάνει αυτό το πράγμα; Σοβαρά; Είχε μπει στην τάξη μου, μπροστά σ' όλους τους συμμαθητές μου, με τις πιτζάμες, είχε μιλήσει στη δασκάλα μου και με είχε φωνάξει και κολοκυθάκι μου την ώρα που έφευγε;

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now