Κεφάλαιο 4

300 23 1
                                    

Είναι Σάββατο και σήμερα δουλεύω πρωί. Ξύπνησα από το ξυπνητήρι του κινητού μου. Η Δανάη κοιμάται ακόμα. Κατευθύνομαι προς το μπάνιο για να ετοιμαστώ. Μετά πάω στην κουζίνα για να ετοιμάσω καφέ και κρύο σάντουιτς. Ανοίγω το wifi στο κινητό μου. Καμία ειδοποίηση. Δεν εκπλήσσομαι. Τον τελευταίο καιρό κανείς δεν ενδιαφέρεται. Ούτε καν οι γονείς μου. Κλείνω το κινητό παίρνω την τσάντα και τα κλειδιά και βγαίνω έξω. Ο κρύος αέρας χτυπάει το πρόσωπο μου. Παρότι είναι Ιούνιος εδώ το κρύο δεν λέει να υποχωρήσει.
Η διαδρομή για την δουλειά είναι σχετικά ήρεμη μέχρι που άκουσα ένα θόρυβο από πίσω μου. Γυρίζω να δω από που έρχεται ο θόρυβος αλλά κανείς δεν βρίσκεται πίσω μου. Αρχίζω να φοβάμαι. Ο δρόμος που διασχίζω αυτή τη στιγμή είναι ξακουστός για την εγκληματικότητα του. Αυξάνω τον ρυθμό με τον οποίο περπατάω. Συνεχίζω να έχω το αίσθημα ότι κάποιος με ακολουθεί, αλλά δεν γυρίζω να κοιτάξω. Το μόνο που κάνω είναι να περπατάω όλο και πιο γρήγορα. Έφτασα σε σημείο να τρέχω ως που κάποιος με ακινητοποιεί και με τραβάει προς το μέρος του. Ασυναίσθητα αρχίζω να κλαίω από τον φόβο μου. Αντιστέκομαι και προσπαθώ να ξεφύγω. Ένα άλλο άτομο φωνάζει από μακριά: «Άσε το κορίτσι να φύγει!» σε κλάσματα δευτερολέπτου ο κακοποιός καταλήγει να τρέχει μακριά από εμένα κρατώντας τη μύτη του που είχε ματώσει. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς είχε γίνει γιατί ήμουν αναστατωμένη από το γεγονός. Ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου στέκεται μπροστά από εμένα.
«Εσυ το έκανες αυτό;» ρωτάω.
Γνέφει το κεφάλι του καταφατικά.
Τον αγκαλιάζω χωρίς δεύτερη σκέψη είναι ο ήρωας μου.
«Σε ευχαριστώ παρά πολύ. Αν δεν ήσουν εσυ εδώ μπορεί αυτός ο άνθρωπος να με σκότωνε. Δεν ξέρω πως να στο ξεπληρωσω.»
«Δεν θα άφηνα αυτό το κτήνος να πειράξει ποτέ μια κοπέλα.» απαντάει και προσθέτει «Πως σε λένε;»
«Βιολέτα εσένα;»
«Αλέξανδρο, χάρηκα για την γνωριμία έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες.»
«Και εγώ χάρηκα πολύ Αλέξανδρε και ευχαριστώ πάλι παρά πολύ..» κοιτάω το ρολόι μου «.. έχω αργήσει όμως στην δουλειά και πρέπει να πηγαίνω. Η καφετέρια είναι λίγο μακριά και πρέπει να βιαστώ.»
«Στάσου, θα σε πάω εγώ. Δεν ξέρεις ποιος άλλος μπορεί να εμφανιστεί παραπέρα. Έχω το αμάξι λίγο πιο κάτω. Πάμε.»
«Μην σε βγάζω από τον δρόμο σου. Αρκετά σε ταλαιπώρησα.»
«Μην λες βλακείες και ελα μαζί μου. Θα με κεράσεις καφέ και τον αριθμό σου για αντάλλαγμα.»
Του χαμογελάω και πηγαίνω προς το μέρος του. Νόμιζα ότι οι καλοί άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί από την γη.

Το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου.®Where stories live. Discover now