"Φυσικά, Αθανασία, δεν είδες τον ξενώνα ακόμα! Δηλαδή το δωμάτιό σου" λέει ο Αχιλλέας και πηγαίνουν να το δουν. Εγώ πάλι κάθομαι στον καναπέ κοιτώντας την θέα, σκεπτική. Έρχεται και κάθεται μετά από λίγο ο Στέλιος δίπλα μου. Δεν μιλάμε για λίγο.

"Το πιστεύεις;" με ρωτάει κοιτώντας την βέρα του σαν να είναι εξωγήινη. Εγώ κουνάω το κεφάλι, χωρίς καν να τον κοιτάξω. "Είμαι 20 χρονών, δεν έχω σπουδάσει τίποτα, και παντρεύτηκα γιατρό και ζω στο Manhattan. Νιώθω σαν νοικοκυρά των '50" λέει και χασκογελάμε. Όταν σταματάμε τα γέλια, γυρνάω και τον κοιτάω.

"Είσαι σίγουρος γι' αυτήν την ζωή;" τον ρωτάω, και το σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα και γνέφει. "Αγαπάω τόσο πολύ τον Αχιλλέα. Δεν λέω βέβαια ότι θα κάτσω μέσα εδώ χωρίς να κάνω τίποτα. Λέω, αφού έχω και την υποστήριξη του Αχιλλέα, να ασχοληθώ ξανά με την κολύμβηση" μου λέει και χαμογελάω. "Αυτό θα ήταν τέλειο. Δεν ξέρεις ποτέ τι σου επιφυλάσσει η ζωή" του λέω και γνέφει.

"Ναι το ξέρω, αν δεν πετύχει ο γάμος αυτός, θα πρέπει να επιστρέψω στην μαμά. Και δε θέλω με τίποτα κάτι τέτοιο, Μαρτίνα. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου όσο το δυνατό καλύτερα. Και ο Αχιλλέας σίγουρα μου δείχνει τον καλύτερο εαυτό μου" μου λέει. "Τότε είμαι σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά. Και θα 'χεις και τον μπαμπά να σε προστατεύει. Δεν είναι και τόσο ασφαλής η πόλη, ξέρεις" του λέω "Δεν είναι μόνο λαμπερή και glamorous, έχει και εγκληματίες, όπλα, συμμορίες..."

"Το ξέρω" μου λέει, "Να προσέχεις, εντάξει;" του κλαψουρίζω, και τον αγκαλιάζω σφιχτά.

"Εύχομαι καλή αρχή με τη σχολή και ελπίζω η συγκατοίκηση με τον Ηλία να πάει καλά..." μου λέει και γυρνάω το βλέμμα πίσω στην θέα. Γνέφω, χαμογελαστή. Ο Στέλιος με κοιτάει έντονα, προσπαθώντας να καταλάβει τι σκέφτομαι. "Γιατί με κοιτάς έτσι;" τον ρωτάω. "Τίποτα. Αυτό που είπε ο μπαμπάς πάντως να τολμάμε γι' αυτό που αγαπάμε το είπε και σε σένα, έτσι;" μου λέει και τότε μας διακόπτουν ο Αχιλλέας με την μαμά.

"Ήρθε ο οδηγός, θα πρέπει να πάτε στο ξενοδοχείο, να μαζέψετε τα πράγματά σας. Δεν πρέπει να αργήσετε, η πτήση είναι στις 6" λέει ο Αχιλλέας και τους χαιρετάμε μερικές φορές μέχρι να κλείσει η πόρτα και να κατευθυνθούμε πίσω στο ξενοδοχείο.

Η Μαρία τελείωνε με την χημειοθεραπεία της και είχε μαζέψει ήδη τη βαλίτσα της. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση. "Πώς είσαι;" την ρωτάω και γνέφει, λίγο κουρασμένη και ζαβλακωμένη.

Προσωπικός Γυμναστής Where stories live. Discover now