ΜΕΡΑ 29

5.5K 467 43
                                    

Το πρωί πήγα για τρέξιμο στο τετράγωνο και έκατσα στο παγκάκι του πάρκου που καθόμουν πάντοτε με τον Αντώνη. Έκατσα για μια ολόκληρη ώρα εκεί, χωρίς να καταλάβω πώς πέρασε η ώρα. Σκεφτόμουν όλες τις στιγμές μας μαζί από την πρώτη μέρα. Σχεδόν έβλεπα εμένα, 110 κιλά να τρέχω εδώ στο παγκάκι και να κλαίω από την κούραση των πρώτων ασκήσεων. Σχεδόν έβλεπα τον Αντώνη να κάθεται δίπλα μου και θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια που μου είπε σαν να ήταν τώρα.

"Πρέπει να σκεφτείς, Μαρτίνα, τα όριά σου. Τι φταίει άραγε που δε μπορείς να τρέξεις, το σώμα σου ή το μυαλό σου; Θα δεις θα τα καταφέρουμε. Αλλά θα κάνεις ότι λέω, οκ;" οι οδηγίες του στοιχειώνουν το μυαλό μου ακόμα.

Τώρα πλέον μπορώ να τρέξω. Τώρα πλέον δεν κλαίω από τους πόνους του σώματός μου. Τώρα κλαίω για εκείνον. Τώρα κλαίω για την καρδιά μου που έμεινε μισή και ψάχνει τρόπους, ακόμα και τους πιο απαίσιους, για να γεμίσει ξανά. Άντεξα τον άδικο χαμό του πατέρα μου. Άντεξα την παράνοια του Σταμάτη. Πόσο να αντέξω μετά τον χωρισμό από τον Αντώνη;

Την μέρα της κηδείας, έκατσα μέχρι το βράδυ δίπλα από τον τάφο του πατέρα μου και μύριζα τις λευκές τουλίπες, που πάντα λάτρευε, γιατί του θύμιζαν όταν ήμασταν παιδιά και πηγαίναμε για camping στην εξοχή και παίζαμε ανέμελα. Τίποτα δεν είχε σημασία τότε, ήμασταν τόσο δεμένοι σαν οικογένεια. Όταν πλέον νύχτωσε στον νεκροταφείο, άρχισε να κάνει κρύο και να ψιχαλίζει παρόλο που ήταν καλοκαίρι.

Ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου, καθώς έκλαιγα με το πρόσωπό μου πάνω στο μάρμαρο του τάφου. Αλήθεια πίστεψα ότι ήταν το άγγιγμα του πατέρα μου και όταν γύρισα, είδα μπροστά μου τον Αντώνη. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα αλλά δεν ήθελε να δείξει πόσο θλιμμένος ήταν. Πάντα ήθελε να είναι ο δυνατός. "Ψιχαλίζει, καρδιά μου" μου λέει και με βοηθάει να σηκωθώ και με αγκαλιάζει σφιχτά. Το σώμα του ήταν τόσο ζεστό και ένιωθα αυτήν την ασφάλεια που μόνο ένιωθα με κείνον. Σπάραξα στον ώμο του και βούλιαξα το πρόσωπό μου για να μην ακούγομαι. Αυτός μου χάιδευε τα μαλλιά και μετά μου ψιθύρισε "Θα τα καταφέρουμε".

Πίσω στην πραγματικότητα, επέστρεψα σπίτι μου, έκανα ένα μπάνιο και κοίταζα την ντουλάπα μου να δω τι έχω. Αύριο θα πάω με την μαμά στην εκκλησία να δωρίσουμε ρούχα που δεν φοράμε πλέον, ή που δεν μου έρχονται. Άρχισα να βγάζω ό,τι μαύρο είχα, εκτός από τα επίσημα φορέματα, και τα έβαλα σε σάκους. Γέμισα δύο ολόκληρους και μόνο χρώματα έμειναν. Για κάποιον λόγο, ένιωσα μια ανακούφιση. Ύστερα άνοιξα το πατάρι για να βρω τα χειμερινά ρούχα. Εκεί να δεις μαυρίλα. Εκεί λοιπόν που ψάχνω, βρίσκω ξαφνικά το στενό τζιν που μου είχε πάρει ο Αντώνης. Ήμουν σίγουρη ότι το είχα πετάξει αλλά απ' ό,τι φαίνεται η μαμά το βρήκε και το φύλαξε.

Προσωπικός Γυμναστής Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα