«Γιατί;» την ρωτάω και με κοιτάει γεμάτη ενοχές και κλείνει τον κατάλογο. «Υποσχέθηκα θα σε υποστηρίξω σ' αυτό που κάνεις και θα το κάνω. Ήμουν πολύ μαλάκω χθες» μου λέει και γελάω. «Άλλωστε απόψε θα φάμε αρκετά» μου λέει και την κοιτάω με περιέργεια. «Η μαμά μου έχει τραπέζι» μου λέει.

Πήγαμε λοιπόν για ψώνια, βρήκα -που λέει ο λόγος- ένα βραδινό σύνολο, για να βγούμε υποτίθεται την Παρασκευή, όπως είχαμε πει.

«Χθες το βράδυ...» της λέω στο δοκιμαστήριο αλλά σταματάω. Δε ξέρω αν πρέπει να της πω τι είδα και αποφασίζω τελικά να σχολιάσω την ταινία που είδαμε και να αφήσω το μυστικό του Στέλιου, μυστικό...

Περνάει η ώρα με την Ελπίδα, και πηγαίνει 7. Με πείθει να βάλω το μαύρο αυτό σύνολο στις τουαλέτες και να πάμε για ένα ποτό. Συνήθως θα έλεγα 'όχι' σε κάτι τέτοιο αλλά ντρεπόμουν λίγο να πάω σπίτι και να δω τον Στέλιο, και να συγκρατηθώ να μην του πω τίποτα.

Φοράει κι η Ελπίδα μια τζιν φούστα που αγόρασε κι ένα κοντό λευκό τοπ που έδειχνε την κοιλιά της και προχωράμε προς τον ηλεκτρικό. Ξαφνικά, με παίρνει τηλέφωνο η μητέρα μου και μου λέει να πάω σπίτι γιατί κάτι συνέβη. Κι εγώ κι η Ελπίδα ταραζόμαστε και αλλάζουμε σχέδια. Σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει να κάνει με τον Στέλιο, καθώς ήταν πολύ στεναχωρημένος και οργισμένος χθες το βράδυ και πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι.

«Είδα τον Στέλιο χθες...» αποκαλύπτω τελικά τι είδα στην Ελπίδα κι αυτή μένει κάγκελο. Αρχίζει και δακρύζει. «Τι έπαθες, παιδί μου;» την ρωτάω. «Τίποτα...απλά δεν το περίμενα από τον Στέλιο» μου λέει λες και την πρόδωσε. «Θα μου πεις τι έχεις;» την ρωτάω καθώς αυτή αρχίζει και κλαίει μέσα στο τρένο.

Δεν μου είπε τελικά, αλλά νομίζω κατάλαβα ότι ίσως τον γούσταρε λιγάκι. Πάντα τον πείραζε και την πείραζε και είχε την ελπίδα ότι κάτι θα γινόταν, σκέφτομαι. Αχ βρε Ελπίδα.

Φτάνουμε σπίτι άρον άρον, ανοίγω την πόρτα, τα φώτα σβηστά. Περίεργο. Τα ανάβω και ξαφνικά όλοι φωνάζουν 'ΕΚΠΛΗΞΗ'! Ήταν οι άλλες φίλες μου από την τάξη, ξαδέρφια μου, άλλοι συμμαθητές μου άκυροι, ο Στέλιος, ο Σταμάτης..., η μητέρα μου με την φίλη της, και...ο Αντώνης!!!

Φοράει ένα καφέ-μπεζ παντελόνι στενό, μαύρα παπούτσια κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο λευκό. Πρώτη φορά τον βλέπω χωρίς τα αθλητικά ρούχα και έχω μείνει. Η Ελπίδα γυρνάει και με κοιτάει και με αγκαλιάζει. «Χρόνια πολλά, χαζούλα μου» μου λέει και εγώ συγκινούμαι.

Όλοι με αγκαλιάζουν και με συγχαίρουν, ενώ παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου τις συμμαθήτριες μου να μπανίζουν τον περίεργο ξένο με το ωραίο σώμα, και με πιάνει λίγο ζήλεια. Έρχεται ο Αντώνης και μου δίνει το χέρι και με φιλάει σταυρωτά. «Σου πήρα και ένα δώρο, γκρινιάρα» μου λέει και εγώ λάμπω από ευτυχία. Ήταν ένα φανταστικό πανάκριβο τζιν στενό που ήταν 4 μεγέθη κάτω.

«Ναι...ε...ευχαριστώ, αν και δεν πρόκειται να χωρέσω σ' αυτό» του λέω ευγενικά και παράλληλα με έναν πόνο στη φωνή. Αυτός μου χαμογελάει. «Ααα» του λέω. «Ευχαριστώ» του λέω και τον αγκαλιάζω αυθόρμητα. Μου πήρε ένα δώρο για όταν επιτέλους θα φτάσω στον στόχο μου. Είμαι έτοιμη να κλάψω στους ώμους του κι αυτή τη φορά όχι από θλίψη ή απογοήτευση αλλά από μια μικρή ηλιαχτίδα ελπίδας στην καρδιά μου.

Το πάρτι συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Κόψαμε την τούρτα, εγώ δεν έφαγα και πολλά, παρά μόνο κάτι σαλατικά εφόσον ήταν κι ο Αντώνης εκεί, και λίγη τούρτα. «Ξέρεις...» μου λέει καθώς έφαγα μια μπουκιά από την τέλεια σοκολατίνα. Γνέφω και αφήνω την τούρτα κάτω. «Πόσο;» τον ρωτάω. «5 λεπτά» μου λέει. «ΟΚ» του λέω και του χαμογελάω.

Βλέπω τον Στέλιο με τον Σταμάτη να μιλάνε σιγά. «Πώς πάει, παιδιά;» τους ρωτάω και με κοιτούν περίεργα, καθώς δε μιλούσαμε και ποτέ. «Σ' αρέσει το πάρτι» με ρωτάει ο Σταμάτης με ευγένεια. «Ναι, ευχαριστώ πολύ που ήρθες» του λέω. «Τίποτα» μου λέει. Η Ελπίδα εμφανίζεται από το πουθενά ψιλο-μεθυσμένη. «Báichī!» φωνάζει στον Στέλιο και ξέρω ότι είναι μια βρισιά στα κινέζικα. «Ελπίδα, τι ήπιες;» την ρωτάω. «Ώστε τα 'χετε, ε;;» του φωνάζει, απογοητευμένη. «Τα ξέρουμε όλα! Σε μισώ!» φωνάζει η Ελπίδα και ρίχνει το ποτό στο πρόσωπο του Στέλιου και φεύγει. Εγώ τον κοιτάω που με κοιτάει, πιο θυμωμένος αλλά και ντροπιασμένος από ποτέ. «Στέλιο...» χάνω τα λόγια μου και πριν προλάβω να πω τίποτα παίρνει τον Σταμάτη και φεύγουν. Είμαι έτοιμη να σκάσω, ελπίζω να μην το άκουσε κανείς άλλος. Ακούω τον Αντώνη από πίσω μου να ξεροβήχει.

Γυρίζω και τον κοιτάω και καταλαβαίνω ότι άκουσε. Πάω στο μπαλκόνι, προβληματισμένη και με ακολουθεί. «Τώρα κατάλαβα γιατί ήσουν προβληματισμένη σήμερα» μου λέει όσο εγώ παίρνω ανάσες. «Νιώθω τόσο πολύ πίεση από το πρόγραμμα που έχουμε και τώρα συνέβησαν κι αυτά...και δε ξέρω κι εγώ πώς να το αντιμετωπίσω. Συνήθως τρώω για να ηρεμήσω αλλά τώρα...είσαι εσύ...» του λέω με δάκρυα στα μάτια.

«Μαρτίνα, νομίζεις δε ξέρω ότι είμαι σκληρός μαζί σου; Αλλά έτσι θα αποκτήσεις δύναμη. Και δεν εννοώ μόνο σωματική αλλά κυρίως ψυχική. Δεν με ενδιαφέρει εμένα να αδυνατίσεις μέσα στις 100 μέρες που είπες. Με ενδιαφέρει να αποκτήσεις αυτοπεποίθηση και έναν νέο τρόπο ζωής που θα ακολουθήσεις και μετά» μου λέει και σκουπίζω τα δάκρυα. Για πρώτη φορά, κατάλαβα τον λόγο που μου φέρεται έτσι, και εκείνη τη στιγμή, κάτω από το ημίφως του φεγγαριού που έριχνε μια τέλεια σκιά στο πρόσωπό του, κατάλαβα πόσο τον έχω ερωτευτεί.

:

Προσωπικός Γυμναστής Where stories live. Discover now