29-Η χώρα του απέραντου μπλε

Start from the beginning
                                    

«Δεν είπα τίποτα για ρωσικά εγώ,» απάντησε γυρνώντας ελάχιστα το σώμα της προς σε αυτόν, μιας και τόση ώρα ακουμπούσε το στέρνο του. «Εγώ είπα να σηκωθείς γιατί αν αργήσουμε και χάσουμε την πτήση, θα σε αφήσω σε ένα ξέμπαρκο αεροπλάνο.» 

«Αυτό ήταν απειλή πως αν δεν σηκωθώ μέσα σε πέντε λεπτά θα με παρατήσεις;»

«Ακριβώς» ανταπάντησε γλυκά και τον άκουσε να ξεφυσά δυσαρεστημένος, καθώς άφηνε την ζέστη του κρεβατιού. Μια αχνιστή κούπα καφέ στεκόταν στο δίπλα κομοδίνο. Μόλις την αντίκρισε ο Άλεξ, σχημάτισε ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη του και έδωσε ένα εξίσου μεγάλο φιλί στο μάγουλο της Ίριδας, όσο εκείνη παραπονιόταν για το ότι θα αργήσουν.

Η κοπέλα γύρισε το σώμα της προς την πόρτα και τον παρατηρούσε που έφευγε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Η αλήθεια είναι πως ναι, ήταν αρκετά μανιακή με την ώρα, αλλά εκείνη την στιγμή ενδιαφερόταν πιο πολύ για την συνάντηση με την οικογένειας της στην Αθήνα, παρά για αυτό.

Πριν κάτι μέρες, καθώς γυρνούσαν από την σχολή στο αμάξι, η Ίριδα του ξεφούρνισε για την Ελλάδα. 

Είχε κουλουριαστεί στην άκρη της θέσης, όπως έκανε πάντα, και παρακολουθούσε μια έξω και μια τον Άλεξ και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Έμπλεκε και ξέμπλεκε τα χέρια της, μη ξέροντας πως να αρχίσει μια τέτοια συζήτηση. Κατάπιε το σάλιο της και κάθισε κανονικά στην θέση του συνοδηγού.

«Άλεξ»

«Ίρις»

«Τι θα κάνεις το Πάσχα» ήταν μια απλή, καθημερινή ερώτηση, οπότε δεν του έκανε εντύπωση. Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν ξέρω. Η μάνα μου θέλει να πάει στην αδελφή της για κάτι μέρες, αλλά δεν ξέρω αν θα πάω μαζί της,» της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα γεμάτο νόημα. «Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί όχι; Δεν μπορώ να σε ρωτήσω πως θα περάσεις τις διακοπές σου;» 

«Για να ρωτάς τόσο απότομα όμως, θα έχεις κάτι στο νου σου» ώρες ώρες της την έδινε που την γνώριζε τόσο καλά. Κοίταξε τον δρόμο ώστε να μην ενωθούν τα βλέμματα τους. Ο Άλεξ αυτό το παρατήρησε, το έκανε συχνά όταν ένιωθε άβολα.

«Θα σου άρεσε το ενδεχόμενο να πάμε Ελλάδα;» ρώτησε χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα.

«Μόνος μου, όχι. Τώρα αν είσαι και εσύ, φτιάχνω βαλίτσα επιτόπου» μόλις τον άκουσε προσπάθησε να κρύψει ένα χαμόγελο δαγκώνοντας το εσωτερικό του μάγουλού της. Σιχαινόταν το γεγονός ότι με τα λόγια του γελούσε και έκανε σαν κοριτσάκι, παρ' όλα αυτά, λάτρευε να τα ακούει.

True blueWhere stories live. Discover now