29-Η χώρα του απέραντου μπλε

182 22 22
                                    

«Άλεξ, σήκω! Θα χάσουμε την πτήση» τον ταρακούνησε η Ίριδα, που ήταν ήδη φτιαγμένη και έτοιμη για το ταξίδι εδώ και μισή ώρα. Πάντα ξυπνούσε νωρίς, αλλά όταν πρόκειται για ταξίδι ξυπνάει ακόμα πιο νωρίς, ώστε να έχει το κεφάλι της ήσυχο. Βέβαια, όπως φαίνεται, ο Άλεξ δεν έχει την ίδια νοοτροπία, και εκείνη δεν είχε πολλή υπομονή.

Είχαν κοιμηθεί επίτηδες στο σπίτι του και οι δύο, για να είναι πιο κοντά στο αεροδρόμιο. Αλλά που να 'ξερε η Ίρις πως έπρεπε οριακά να πετάξει κουβάδες με νερό για να ξυπνήσει ο αναίσθητος.

«Πέντε λεπτά ακόμα,» είπε με βραχνή, αγουροξυπνημένη φωνή, και τεντώθηκε με τις φλέβες κι τους μύες των χεριών του να τραβιούνται από την κίνηση. Κοίταξε δεξιά και αριστερά με μισόκλειστα μάτια. «Ίρις, οριακά έχει βγει ο ήλιος.» παραπονέθηκε και έκλεισε τα μάτια του κάτω από το μαμαδίστικο-επικριτικό βλέμμα της. 

Ένιωθε σαν να ήταν γυμνάσιο και είχε αργήσει για το σχολείο. Του φάνηκε ελάχιστα αστείο και χαμογέλασε νοσταλγικά.

«Ναι αλλά πετάμε στις εννιά και θα ήταν καλό να είμαστε εκεί έστω μιάμιση ώρα πριν,» τον ταρακούνησε ξανά δίχως να τον αφήνει να αλλάξει πλευρά ή να ξανακοιμηθεί. «Και κανένα λεπτό ακόμα.», του τράβηξε την κουβέρτα. Τον άκουσε να γελά ξανά, από απελπισία αυτή την φορά. Μάλλον αποδέχτηκε την μοίρα του.

Εκεί που περίμενε με σταυρωμένα χέρια να σηκωθεί, ο Άλεξ την τράβηξε στο κρεβάτι, κλειδώνοντας την στην αγκαλιά του σφιχτά. Εκείνη έβγαλε μια μικρή κραυγή. Πήγε να κουνηθεί, ωστόσο πολύ γρήγορα κατάλαβε πως δεν μπορούσε. «Έλεος, Άλεξ» μουρμούρισε εκνευρισμένα.

Το πρόσωπο του ήταν χωμένο στον λαιμό της και μια εισέπνευσε μια γερή δόση από το άρωμα της. Χαμογέλασε κόντρα στο δέρμα της και άφησε ένα φιλί στο πλάι του λαιμού της, εκεί που βρισκόταν το καλυμμένο σημάδι γέννησης. Αυτή η κίνηση κατεύνασε τα τσιτωμένα νεύρα, από άγχος, της Ίρις.

«Είσαι έτοιμη για Ελλάδα;» 

«Εννοείται,» πως όχι. «Εκεί είναι τα μέρη μου, θα μπορώ για μια φορά μετά από πολύ καιρό να πάω κάπου χωρίς google maps και επίσης θα μιλάω καλύτερα την γλώσσα.» 

«Υπονοείς πως δεν σου έμαθα καλά ρωσικά;» την ρώτησε και καλά θιγμένος, δίχως να την αφήνει από την αγκαλιά του. Η Ίρις ακούμπησε το κεφάλι της στο χέρι του που ήταν απλωμένο στο μαξιλάρι. Έδωσε στον εαυτό της λίγα λεπτά για να χαλαρώσει μαζί του.

True blueΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα