Μπλοφάρεις!

169 11 10
                                    


[Πάνος]

Π: ...Μαύρο Κοράκι κι οι υπόλοιποι, εσείς μαζί μου.

Τους είπα αποφασιστικά καθώς τρέχαμε στο διάδρομο και χωριζόμαστε σε μερικες ομάδες. Το μόνο που σκεφτόμουν τώρα ήταν πως ο μόνος τρόπος για να τελείωνε ο πόλεμος ήταν να πήγαινα σ'εκείνη. Ήταν η μόνη λύση. Όμως μόλις έφτασα μπροστά από τη σκάλα σταμάτησα απότομα και κοιτούσαμε με γουρλωμένα μάτια. Πολλά από τα τσιράκια μου ήταν νεκρά πάνω της και πεταμένα δεξία κι αριστερά ενώ τα λευκά σκαλοπάτια είχαν βαφτεί πια με κόκκινο από το αίμα τους που έτρεχε σαν ποτάμι. Η σκέψη για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί με έκανε από τη μια πλευρά να ασπρίσω από το φόβο κι απ'την άλλη να νιώθω το θυμό μου να οργιάζει σιγά σιγά μέσα μου.

Α: Αφεντ-

Δεν έκατσα ούτε δευτερόλεπτο να τον ακούσω κι άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες χοροπηδόντας σχεδόν, πάνω από τα απλωμένα πτώματα. Μόλις έφτασα στην κορυφή της, δεν πήρα ούτε ανάσα κι αμέσως έτρεξα γρήγορα προς το δωμάτιο.

- Όχι ρε πούστη... Πουτάνα... -

Έφτασα ακριβώς μπροστά της κι έμεινα για λίγο. Δεν τολμούσα να κοιτάξω γύρω μου για το αν ήταν μόνο οι δικοί μου νεκροί ή για το αν υπήρχε και κανένας άλλος εκτός από αυτόυς. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα την παρουσία των άλλων από πίσω μου κι οι λαχανιασμένες ανάσες τους έσκαγαν πάνω μου δυνατά αλλά δε με ένοιαξε. Είχα μείνει προσιλωμένος να κοιτάω το άδειο πια, σκοτεινό δωμάτιο με τις τρεις καρέκλες στο κέντρο του, μπροστά από το σταντ για το κινητό και το κινητό μου να βρίσκεται σπασμένο στην άκρη του τοίχου, μερικά μέτρα μπροστά μου.

Π: ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΥΣ!

Ούρλιαξα χωρίς να τους κοιτάξω γεμάτος οργή κι αμέσως τα βήματά τους εξαφανίστηκαν από το ακουστικό μου πεδίο μέσα σε δευτερόλεπτα. Η σκέψη του ότι θα μπορούσαν να είχαν φύγει εδώ και ώρα και να βρίσκονταν ήδη στην άλλη πλευρά έκανε το θυμό μου να μεγαλώνει όλο και περισσότερο μέσα μου, μέχρι που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει στον οποιονδήποτε.

Α: Πάνο...

Ακούστηκε η αποφασιστηκή φωνή του λίγο πιο πίσω μου. Γύρισα και τον κοίταξα γρήγορα. Είχε ανακαθίσει στα γόνατά του, σκύβωντας προς το έδαφος και στο χέρι του κρατούσε έναν κάλυκα από σφαίρα.

Α: ... Δεν πρέπει να έχουν πάει πολύ μακριά...

Είπε γυρνώντας προς το μέρος μου και δίνοντάς μου τον κάλυκα.

Το Κρυφτό 2: Ένα τελευταίο τραγούδιWhere stories live. Discover now