Το τέλος

996 52 7
                                    

Άλλη μία εβδομάδα περνάει βασανιστικά αργά και το μόνο ευχάριστο που έχει συμβεί είναι το θέμα της Βάσως. Ο Μάνος ενθουσιάστηκε στην ιδέα πως θα γίνει πατέρας και λάμπουν και οι δύο τους από την ευτυχία.

Είναι Σάββατο βράδυ και ετοιμάζομαι να δω μια ρομαντική ταινία στην τηλεόραση με τον αγαπημένο μου πρωταγωνιστή. Η μητέρα μου και η θεία μου λείπουν ξανά, αφού το τελευταίο καιρό παίζουν σχεδόν καθημερινά χαρτιά με την γειτόνισσα. Έχω ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί και ετοιμάζομαι να φτιάξω μια ομελέτα, όταν το κινητό μου χτυπά.

Διαβάζω το όνομα της Μαρίας στην οθόνη και σέρνω το πράσινο κουμπί.

«Μαράκι μου. Τι γίνεται;» ρωτάω με χαμόγελο και την φαντάζομαι κι εκείνη στημένη μπροστά στην τηλεόραση να περιμένει την ταινία να ξεκινήσει, μιας και η λατρεία της για τον Jamie Dornan ξεπερνά ακόμα και την δική μου.

«Νεφέλη. Τα πράγματα δεν είναι καλά. Μπορείς να έρθεις από εδώ;» μιλάει με δυσκολία και ανησυχία με κατακλύζει.

«Έρχομαι.» απαντάω και χωρίς να χάσω χρόνο φοράω ένα φόρεμα και τα παπούτσια μου και βγαίνω από το σπίτι.

Τα χέρια μου τρέμουν και από το μυαλό μου περνούν οι χειρότερες σκέψεις. Τι μπορεί να έγινε ξαφνικά;

Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά φτάνω έξω από το σπίτι της Βέρας. Με γρήγορο βήμα φτάνω στην πόρτα και προσπαθώ να ηρεμήσω παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Κινούμαι λίγο πιο κοντά, με σκοπό να χτυπήσω το κουδούνι και παρατηρώ πως η πόρτα είναι ελάχιστα ανοιχτή. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά ταχύτερα καθώς την σπρώχνω και μπαίνω στο σπίτι.

«Μαρία;» φωνάζω κοιτώντας γύρω μου.

Κανένα σημάδι ζωής και όλα τα φώτα είναι κλειστά. Ανεβαίνω τη σκάλα νιώθοντας την ταραχή μου να αυξάνεται και συγχρόνως βγάζω το κινητό μου από την τσέπη καλώντας την. Πριν ακόμη φτάσω στο δωμάτιό της ακούω τον ήχο του κινητού της στον κάτω όροφο και τον ακολουθώ. Το βλέπω ακουμπισμένο στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα που οδηγεί στην πισίνα. Κοιτάζω γύρω μου, χωρίς να καταλαβαίνω τι συμβαίνει, όταν ακούω έναν ήχο που με κάνει να τιναχτώ από φόβο. Με αβέβαιες κινήσεις ανοίγω τα πατζούρια και το βλέμμα μου σταματά στα αμέτρητα κεριά που φωτίζουν την πισίνα και τα όμορφα λουλούδια που την έχουν σκεπάσει. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και κάνω μερικά βήματα κοιτάζοντας γύρω μου. Είμαι τόσο απορροφημένη που δεν καταλαβαίνω την παρουσία του, πίσω μου, μέχρι που νιώθω τα χέρια του να με αγκαλιάζουν σφιχτά.

«Άργησες» μου ψιθυρίζει και το σώμα μου ανατριχιάζει.

Γυρίζω αργά, χωρίς να φεύγω από την αγκαλιά του και κοιτάζω τα μάτια που τόσο μου είχαν λείψει.

«Τι έγινε;» η φωνή μου βγαίνει με δυσκολία.

Χαμογελάει και πιάνει το χέρι μου περπατώντας μέχρι την άκρη της πισίνας.

«Το ξέρω πως σου χρωστάω πολλές εξηγήσεις όμως πρώτα θέλω να σου κάνω μια ερώτηση που εκκρεμεί εδώ και αρκετούς μήνες.»

Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι θέλει να πει, γιατί αμέσως τον είδα να πέφτει στα γόνατα μπροστά μου και να με κοιτάζει στα μάτια, ενώ τα δικά του λάμπουν.

«Τι κάνεις; Τι γίνεται, δεν καταλαβαίνω τίποτα.»

Βάζει το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και βγάζει ένα μπλε κουτάκι.. το σοκαρισμένο πρόσωπο μου τον κάνει αν γελάσει ελαφρά.

«Περάσαμε πάρα πολλά αγάπη μου. Τόσα πολλά, που κάποιοι ανησυχούσαν αν θα τα καταφέρουμε. Εγώ όμως, είμαι σίγουρος πως ότι κι αν έχει συμβεί - και ίσως συμβεί στο μέλλον δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει. Η καρδιά μου άλλωστε, έχει αποδείξει πως πάντα θα βρίσκει τον δρόμο να γυρίζει σε σένα. Δεν θέλω να χάσω άλλο χρόνο, εξάλλου ήμουν σίγουρος από την πρώτη στιγμή κιόλας, πως εσύ είσαι η μοναδική γυναίκα που θα ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της. Δέχεσαι;» λέει ανοίγοντας το κουτάκι, δείχνοντάς μου το πανέμορφο δαχτυλίδι.

Δεν έχω ιδέα τι έχει συμβεί. Και δεν με νοιάζει κιόλας. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και γρήγορα στο στήθος μου κι έχω μείνει να κοιτάζω βουρκωμένη το όμορφο πρόσωπο του. Περιμένει με αγωνία μου και αναρωτιέμαι γιατί δεν του έχω απαντήσει ακόμα.

«Φυσικά και δέχομαι.» Ψιθυρίζω με αδύναμη φωνή και ξεφυσάει πιάνοντας την καρδιά του.

«Με τρόμαξες μικρή. Άργησες. Λίγο ακόμη και θα πέθαινα από το άγχος μου.» Συνεχίζει να λέει περνώντας το δαχτυλίδι στο χέρι μου. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, αφού ακούω χειροκροτήματα, φωνές και γέλια πίσω μου. Με κομμένη την ανάσα γυρίζω για να αντικρίσω τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Είναι όλοι τους εκεί.

Η μαμά μου, η Μαρία, η Βέρα, η θεία μου, η Δώρα, η Κατερίνα, η Βάσω, η Αγγελική και φυσικά η Κλειώ και ο Αλέξανδρος, χαμογελαστοί, κρατώντας από ένα τριαντάφυλλο. Είμαι σίγουρη πως η γιαγιά και ο παππούς μου απολαμβάνουν αυτή τη στιγμή από εκεί ψηλά. Εκεί που είναι επιτέλους μαζί, αγαπημένοι, ζώντας επιτέλους τον έρωτα που δεν κατάφεραν να ζήσουν όσο ήταν κοντά μας.

«Το ξέρω πως έχεις πολλές απορίες, και θα σου τις λύσω όλες. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας.» ακούω τον άντρα μου να μου λέει και χώνομαι στην αγκαλιά του, όσο εκείνος σκύβει για να μου δώσει το φιλί που τόσο λαχταρούσα.

Τέλος 

Άργησα αλλά επιτέλους το τελείωσα. Ελπίζω να σας άρεσε. 

#Σόφη

🎉 You've finished reading Το τανγκό της Νεφέλης 🎉
Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα