Το υπόσχεσαι;

576 47 2
                                    

Η Βικτωρια τρέμει από αγωνία, καθώς στεκόμαστε στην πόρτα του σπιτιού.
«Έλα ηρέμησε. Σε παρακαλώ με στεναχωρεις έτσι που κάνεις.» Της λέω με γλυκιά φωνή.
«Κι αν δεν με συγχωρέσει; Αν τα βάλει μαζί μου που έμειναν χωρια; Πως θα συγχωρήσω την εαυτό μου;» Αναρωτιέται με απόγνωση.

Ο Στεφανος δίπλα μας είναι σιωπηλός, μα δεν έχει πάψει να με χαϊδεύει στην πλάτη και να αφήνει μερικά φιλία στα μαλλιά μου.
«Ηρέμησε δεν θα γίνει τίποτα. Θα του εξηγήσεις και θα καταλάβει. Πάρε μια βαθιά ανάσα και χτυπάμε.»
Αφού το κάνει, ρίχνω μια ματιά στον άντρα μου για να πάρω κουράγιο.
Η πόρτα δεν αργεί να ανοίξει και ο παππούς μου στέκεται μπροστά μου έκπληκτος να κοιτάζει την Βικτωρια. Φαίνεται αρκετά ταλαιπωρημένος και τα μάτια του έχουν χάσει το φως τους.

«Δημήτρη.» Λέει με τρεμάμενη φωνή η γυναίκα. «Ποσα χρόνια...»
«Βικτωρια...» απαντά με συγκρατημένη χαρά. «Περάστε μη στέκεστε εδώ.»
Η Τζούλια τρέχει να μας φέρει τα κουλουράκια που έφτιαξε την προηγούμενη μέρα και τσάι.
«Δημήτρη θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο. Ιδιαιτέρως.» Λέει με κομμένη την ανάσα η Βικτωρια και ο παππούς μου αφού μέχρι καταφατικά την οδηγεί στο γραφείο του.

Η ταραχή μου είναι εμφανής και ο Στεφανος με αγκαλιάζει τρυφερά για να με ηρεμίσει.
«Χαλάρωσε ψυχή μου. Ο Δημήτρης είναι καλός άνθρωπος, θα καταλάβει.

Περνάει περίπου μισή ώρα και επιτέλους βγαίνουν από την καφετιά πόρτα οι δυο τους. Προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε πίσω από αυτή, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο παππούς φαίνεται αναστατωμένος και η Βικτωρια σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της. Την πλησιάζω και την ρωτάω σιγανά τι συνεβει, όσο ο παππούς μου κανονίζει με την Τζούλια για το φαγητό.
Μου ψιθυρίζει πως όλα πηγαν καλά και χαμογελάει.
«Θα μείνετε να φάμε όλοι μαζί έτσι; Βικτωρια μπορείς να τηλεφωνήσεις στον άντρα σου να έρθει.» Λέει προσπαθώντας να το παίξει χαλαρός εκείνος.
«Φυσικά, φυσικά...» απαντά εκείνη συγκινημένη.

Η ώρα περνά ευχάριστα κι εγώ δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τον παππού. Τον κλείνω συνεχώς στην αγκαλιά μου κι εκείνος μου ψυθιριζει κάθε φορά πως με λατρεύει. Το άσχημο προαίσθημα από το προηγούμενο βράδυ έχει δυναμώσει και το νιώθω να με πνιγεί. Όταν έρχεται η ώρα να φύγουμε δεν λέω να τον αποχωριστώ από το πλάι μου κι εκείνος φαίνεται να το απολαμβάνει.

Εχει ήδη σκοτεινιάσει οταν επιτέλους καταφέρνω να βγω από το σπίτι. Ο Στεφανος πιάνει το χέρι μου και με οδηγεί στο δικό μας. Δεν χάνει ευκαιρία να με φιλήσει και να με σφίξει δυνατά, προφέροντας λόγια αγάπης.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα