Ατελείωτη Μέρα Μέρος Β

824 68 12
                                    

~2~

Είμαι στο δεύτερο ποτήρι κρασί όταν το κινητό μου με ειδοποιεί πως έχω μήνυμα. Το ανοίγω και βλέπω πως είναι από την Κατερίνα.

Σκέφτηκα πολύ και θα του μιλήσω αύριο. Θα περάσω από το σπίτι του το πρωί. Σήμερα λέει έχει μια πολύ σημαντική συνάντηση στο γραφείο.

Στεναχωριέμαι πολύ για τη φίλη μου μα νομίζω πως κάτι δεν έχει καταλάβει σωστά. Αποκλείεται ο Νίκος να το έπαιζε σε διπλό ταμπλό. Βέβαια σίγουρος δεν μπορείς να είσαι για τίποτα στις μέρες μας. Πληκτρολογώ μια απάντηση, λέγοντας της να έρθει μετά την συνάντηση από το σπίτι, και αφήνω το κινητό στο τραπεζάκι.

Η ταινία βρίσκεται στο τέλος της και δάκρυα εμφανίζονται στα μάτια μου καθώς παρακολουθώ τον πρωταγωνιστή να παρακαλεί την αγαπημένη του να γυρίσει πίσω σε εκείνον ζητώντας συγχώρηση. Αναρωτιέμαι αν κάποτε θα αγαπήσω κι εγώ τόσο πολύ. Ποιος ξέρει;

Ακούγοντας τους τίτλους τέλους σηκώνομαι, βάζω το μπουκάλι με το κρασί στο ψυγείο, αφού βάλω λίγο ακόμη στο ποτήρι και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ακουμπάω το σώμα μου στα κάγκελα και κοιτάζω τον κόσμο που περνάει. Έχει κίνηση αφού είναι Σάββατο και σκέφτομαι ότι θα μου έκανε καλό μια βόλτα. Βάζω ένα φόρεμα και τα αθλητικά μου και βγαίνω. Είναι Νοέμβριος όμως δεν έχει πολύ κρύο.

Περπατάω για λίγη ώρα ώσπου ένας άντρας μου τραβάει την προσοχή. Μιλάει στο τηλέφωνο και φωνάζει, φαίνεται εξαγριωμένος. Αν και έχει γυρισμένη την πλάτη σε μένα δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έχει μαγνητίσει και δεν μπορώ να σταματήσω να τον κοιτάζω. Τα πόδια μου κινούνται προς εκείνον χωρίς να το καταλάβω. Ξαφνικά θέλω τόσο να δω το πρόσωπό του. Είμαι ελάχιστα μέτρα μακριά όταν εκείνος απότομα γυρίζει προς το μέρος μου κοπανώντας το χέρι του στην κολώνα δίπλα του, σταματώντας την κλήση. Χριστέ μου αυτός ο άντρας είναι πραγματικά όμορφος. Το στόμα μου χάσκει καθώς απομακρύνομαι με ένα βήμα.

«Συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω.» λέει και η φωνή του έχει κατέβει αρκετούς τόνους. Πλέον είναι γλυκιά και ήρεμη.

«Δεν.. δεν με τρόμαξες. Φεύγω τώρα.» απομακρύνομαι με μεγάλα βήματα γιατί ξαφνικά τρέμω κάτω από το βλέμμα του. Νομίζω πως τον ακούω να μου μιλάει όμως το μόνο που θέλω είναι να φύγω από δίπλα του.

Είμαι ένα τετράγωνο πριν από το σπίτι μου όταν σταματάω να πάρω μια ανάσα. Τι ήταν αυτό τώρα; Βάζω το χέρι πάνω στην καρδιά μου και τη νιώθω να χτυπάει γρήγορα και δυνατά.

«Νέφτι σου βάλανε; Πώς τρέχεις έτσι;» σταματάει αυτός ο τύπος δίπλα μου ακουμπώντας στον τοίχο.

«Με παρακολουθείς;» λέω με νεύρο αφού έχω χάσει την ψυχραιμία μου για την επανεμφάνισή του.

«Ναι.» λέει σαν να είναι απόλυτα φυσιολογικό. «Έτσι όπως έφυγες φοβήθηκα μήπως σου συμβεί κάτι. Κοίτα, συγνώμη που με άκουσες να μιλάω έτσι. Συνήθως είμαι ήρεμος άνθρωπος αλλά μερικοί έχουν τη δυνατότητα να με βγάζουν από τα ρούχα μου.» συνεχίζει περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.

Το βλέμμα μου πέφτει στο σώμα του και, χωρίς να το θέλω, αναρωτιέμαι πως θα ήταν χωρίς αυτά. Είναι πανύψηλος και από ότι μπορώ να καταλάβω αρκετά γυμνασμένος. Όταν συνειδητοποιώ τι κάνω τα μάτια μου φτάνουν απότομα στα δικά του. Με κοιτάζει σοβαρός, με μισόκλειστα μάτια και για μια στιγμή νομίζω πως εκφράζουν πόθο.

«Λοιπόν όπως βλέπεις είμαι καλά. Μπορείς να φύγεις.» αποφασίζω να πω προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

«Όχι πριν μάθω το όνομά σου.» με σταματάει με βαριά φωνή πριν απομακρυνθώ και πάλι.

«Νεφέλη.» λέω ψιθυριστά.

«Στέφανος.» απαντά απλώνοντας το χέρι του για να βρει το δικό μου.

Η επαφή με καίει και το μαζεύω γρήγορα.

«Τι θα έλεγες να σε κεράσω ένα ποτό; Για να επανορθώσω.» λέει διστακτικά και νομίζω πως δεν άκουσα καλά.

«Όχι.» απαντάω αφού ξέρω πως δεν μπορώ να μείνω άλλο τόσο κοντά του. «Πρέπει να γυρίσω σπίτι.»

«Μάλιστα. Τουλάχιστον να σε πάω μέχρι εκεί. Δεν μπορώ να σε αφήσω να περπατήσεις μόνη σου.» βλέπω πως δεν αφήνει περιθώριο για αντιρρήσεις και δεν μιλάω.

Περπατάμε μαζί, δίπλα – δίπλα μέχρι που σταματώ έξω από μια πολυκατοικία δυόμισι τετράγωνα πιο κάτω.

«Φτάσαμε. Εδώ είμαι. Φαντάζομαι ότι κάπου εδώ τελειώνει αυτή η σύντομη γνωριμία. Χάρηκα πολύ. Αντίο.» λέω βιαστικά.

«Αυτό άσε να το αποφασίσει η μοίρα. Εγώ θα πω καληνύχτα, όχι αντίο. Εύχομαι να ξανασυναντηθούμε. Όνειρα γλυκά.» φωνάζει και μπαίνω στην πολυκατοικία.

Περιμένω λίγο να σιγουρευτώ ότι έχει απομακρυνθεί αρκετά και βγαίνω προσεχτικά για να πάω επιτέλους σπίτι μου. Έπειτα από μερικά λεπτά βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Τι την ήθελα αυτή τη βόλτα;

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα