Η στιγμη της αληθειας

625 53 8
                                    

~28~

Μένει για λίγο να με κοιτάζει ξαφνιασμένος από την ένταση της φωνής μου πριν αρχίσει να μιλά.

«Δεν είναι εξ αίματος παιδιά μου, όμως με φροντίζουν και με αγαπάνε σαν να είναι.» λέει και η ανάσα μου καταλαγιάσει στην εξήγηση πως δεν υπάρχουν κι άλλοι συγγενείς που δεν γνωρίζω. Όχι ότι όλα αυτά που μαθαίνω είναι παιχνιδάκι, αλλά........

«Πριν 25 χρόνια περίπου, ζούσα στην Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισα μια γυναίκα λίγα χρόνια μεγαλύτερη μου. Ο άντρας της είχε πεθάνει σε δυστύχημα και το είχε πάρει πολύ βαριά. Δεν άργησε να καταφύγει σε ουσίες, χωρίς να σκέφτεται τα παιδιά της. Η μικρή της ήταν τριών χρονών τότε. Την πρώτη φορά που την είδα, είχε κρυφτεί πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών και τρυπιόταν. Την πλησίασα και της ζήτησα να σταματήσει πριν να είναι αργά. Την σήκωσα και τη βοήθησα να φτάσει στο σπίτι της. Δεν της έλλειπαν τα χρήματα, σε καμία περίπτωση, ο άντρας της είχε φροντίσει για την οικογένειά του. Με οδήγησε σε μια μικρή μονοκατοικία, εκεί κοντά. Άνοιξε την πόρτα και μου ζήτησε να καθίσω, όταν εμφανίστηκε ένα αγοράκι, που δεν έφτανε τα δέκα. Έψαχνε τη μαμά του κι έκλαιγε μέχρι να την δει. Του ζήτησα να έρθει κοντά μου και τον πήρα αγκαλιά, μέχρι που ακούστηκε το κλάμα της μικρής. Άφησα την Φωτεινή να φτιάξει ένα τσάι να συνέλθει και φρόντισα τα παιδιά της. Εκείνη τη μέρα την απείλησα, πως αν δεν ξεκόψει θα της πάρω τα παιδιά και δεν θα αφήσω να τα ξαναδεί. Για έξι μήνες ήταν καθαρή. Την επισκεπτόμουν πολλές φορές την εβδομάδα και τα παιδιά της τα είχα αγαπήσει, όπως κι εκείνα εμένα. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι εκείνη τη μέρα που προσπαθώ μέχρι σήμερα να ξεχάσω. Ακόμη θυμάμαι την απαίσια μυρωδιά που τρύπησε τα ρουθούνια μου όταν μπήκα στο σπίτι. Είχα δύο μέρες να τους δω και όταν πήγα η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έσπρωξα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν εκείνη, με μια σύριγγα στο λαιμό. Είχε πεθάνει από υπερβολική δόση, 2 μέρες πριν φτάσω. Υπάρχουν στιγμές που κατηγορώ τον εαυτό μου, ίσως έπρεπε να μην αφήσω δύο ολόκληρες μέρες να περάσουν. Έτρεξα στο δωμάτιο των παιδιών και η εικόνα που αντίκρυσα με στοίχειωσε. Ο μικρός προσπαθούσε να ταΐσει την αδερφή του, ότι είχε βρει στο ψυγείο, ενώ εκείνος είχε μείνει νηστικός. Με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια του και μου είπε 'γιατί άργησες;'» Τα δάκρια μου τρέχουν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά μου. Σήκώνω τα μάτια μου και βλέπω τον κύριο Δημήτρη να πιάνει με μανία το μέρος της καρδιάς του, έχοντας μια έκφραση πόνου στο πρόσωπό του.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα