Η Νεφελη του

633 51 7
                                    

~27~

Για έναν περίεργο λόγο νιώθω πολύ όμορφα μαζί με αυτόν τον άντρα. Αισθάνομαι σαν να τον ξέρω χρόνια. Είναι γλυκός και περιποιητικός μαζί μου και από τις συζητήσεις που κάνουμε φαίνεται ξεκάθαρα ποσό καλός άνθρωπος είναι.
«Να φευγω κι εγώ. Μη σας καθυστερώ άλλο.» Λέω απαλά όταν βλέπω πως η ώρα έχει περάσει.
«Κάθισε να φάμε μαζί αν θες.» Λέει προτού το σκεφτεί και φαίνεται αμέσως το ξάφνιασμα στο πρόσωπο του. «Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι άλλο φυσικά.»
«Όχι δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Είμαι ελεύθερη.»
Με οδηγεί στην κουζίνα όπου η Julia σερβίρει το φαγητό του. Η Julia είναι μια γυναίκα λίγα χρόνια μεγαλύτερη μου, που φροντίζει τον κύριο Δημήτρη τα χρόνια που μένει μόνος του σ' αυτό το σπίτι. Της λέει κάτι στα ισπανικά που δεν καταλαβαίνω και αμέσως με χαρά βάζει ακόμη ένα σερβίτσιο στο τραπέζι. Καθόμαστε και δοκιμάζω αμέσως με λαιμαργία την ισπανική συνταγή. Είναι τόσο νόστιμο που πέφτω με τα μούτρα. Όπως είναι προφανές τελειώνω πρώτη και ο κύριος Δημήτρης γελάει τρυφερά.
«Να σου βαλω λίγο ακόμη;» Ρωτάει ευγενικά και μου πιάνει το χέρι, χαρίζοντας ένα απαλό χάδι.
«Θα σκάσω!» Του λέω μέσα στα γέλια μου. «Πω πω θα νομίζετε πως ειχα χίλια χρόνια να φάω.» Είμαι σίγουρη πως έχω κοκκινίσει ολόκληρη.
«Τι λες κορίτσι μου; Ίσα ίσα χαίρομαι που σου άρεσε.»
Αναρωτιέμαι αν θα του φανεί περίεργο να αρχίσω από τώρα τις πιο προσωπικές ερωτήσεις. Τελικά κρατώ το στόμα μου κλειστό.
Αφού μου προσφέρει λίγο γλυκό με οδηγεί στην είσοδο και τον αποχαιρετώ με μια αγκαλιά.
«Θα ξανάρθεις;» Ρωτάει με αγωνία.
«Ναι φυσικά όποτε θέλετε.» Του λέω και το πρόσωπο του φωτίζεται από χαρά.
«Έλα αύριο! Να φάμε μαζί το μεσημέρι! Και μην μου μιλάς άλλο στον πληθυντικό κορίτσι μου.»

Κατευθύνομαι προς στο σπίτι μου και νιώθω μια ευχαρίστηση που δεν περίμενα. Σκέφτομαι ποσό διαφορετικά θα ήταν αν τον ειχα γνωρίσει σαν παππού μου. Αχ βρε γιαγιάκα. Έκανες μεγάλο λάθος που άφησες αυτόν τον άντρα.
Σκέφτομαι το ύφος του τη στιγμή που του θύμισα τη γιαγιά μου και ανατριχιάζω. Φάνηκε στο πρόσωπο του η λαχτάρα και η απελπισία όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει. Ίσως αύριο καταφέρω να του αποκαλύψω την πραγματική μου ταυτότητα.

Η βραδιά περνάει και έχω κοιμηθεί ελάχιστα. Τα όνειρα μου με γυρίζουν πίσω, στο πρώτο βράδυ που είδα τον Στέφανο σε εκείνο το σοκάκι. Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο λαιμό του καθώς φώναζε στο τηλέφωνο και θυμάμαι τον ρυθμό που έπαιζε η καρδιά μου όταν γύρισε και με κοίταξε. Κάποια στιγμή γύρω στις 6 το πρωί σταματώ τις προσπάθειες και σηκώνομαι να κάνω ένα κέικ για τον κύριο Δημήτρη. Θα ήταν άκομψο να πάω ξανά με άδεια χέρια. Εξάλλου το θέλω.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα