Η ορκωμοσία

586 54 8
                                    




~22~

Είχα αρχίσει να ξεχνάω πόσο όμορφη είναι η αγκαλιά του. Όλο το βράδυ με φιλούσε και ένιωθα ευτυχισμένη. Μετά από πολύ καιρό, ήμουν ευτυχισμένη. Αισθανόμουν τα φιλιά του, τα χάδια του και δεν ήθελα να ξημερώσει ποτέ. Δυστυχώς όμως, δεν έχουν όλα τα παραμύθια καλό τέλος.

Όταν η ώρα περνάει από επτά, σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι και βάζω τα ρούχα μου. Ρίχνω ματιά στον άντρα που κοιμάται ακόμη στην μια πλευρά του κρεβατιού και σκύβω για να αφήσω ένα τελευταίο φιλί στα χείλη του. Συγκρατώ με δυσκολία τα δάκρια μου, όσο γυρίζω σπίτι. Ανοίγω την πόρτα και δεν βλέπω πουθενά τον Φίλιππο. Λείπω ένα ολόκληρο βράδυ και δεν έχει ασχοληθεί να δει που βρίσκομαι. Η συμπεριφορά του έχει αλλάξει και αδυνατώ να καταλάβω τον λόγο.

Το απόγευμα είναι η ορκωμοσία και ενώ θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη, τα γεγονότα δεν με αφήνουν να απολαύσω την επιτυχία μου. Το κουδούνι χτυπάει και τρέχω να ανοίξω στην μητέρα και τη θεία μου.

«Κοριτσάκι μου γλυκό. Ομορφιά μου!» αναφωνεί συγκινημένη η μανούλα μου και το πρόσωπό της λάμπει από περηφάνια και χαρά.

«Νεφέλη μου! Να ήξερες πόσο περήφανες μας κάνεις! Περιμένουμε να σε καμαρώσουμε.» συνεχίζει η θεία μου χαμογελαστή, αφού με σφίξει στην αγκαλιά της.

Έχουν φέρει τα φορέματά τους να αλλάξουν και έχουν καλέσει την κομμώτρια να μας χτενίσει και να μας βάψει. Δεν ήμουν πολύ πρόθυμη για όλα αυτά, μα ήταν τόσο ενθουσιασμένες, που δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Οι ώρες περνάνε και ο Φίλιππος δεν έχει δώσει κανένα σημάδι ζωής. Τον καλώ συνεχώς, όμως δεν παίρνω απάντηση. Έχουν περάσει ήδη αρκετές ώρες και είμαστε και οι τρεις χτενισμένες και βαμμένες. Αποφάσισα να κάνω τα μαλλιά μου μπούκλες με ένα περίτεχνο πιάσιμο στο πίσω μέρος με τα μισά μαλλιά. Τα κλειδιά ακούγονται στην πόρτα και βλέπω τον Φίλιππο να μπαίνει. Είμαι έτοιμη να του φωνάξω, όμως κάτι στο ύφος του με σταματάει, φαίνεται να υποφέρει.

«Αγάπη μου.» λέει με πνιχτή φωνή.

«Τι συμβαίνει; Τι έχεις;» ρωτάω ανήσυχη.

«Ο Άγγελος, από το γραφείο, χθες με πήγε στο νοσοκομείο, είχα τρομερούς πόνους στο στομάχι και έκανα και εμετό.» μου απαντάει με δυσκολία.

«Μωρό μου! Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να έρθω;» ρωτάω και οι τύψεις με πνίγουν και ο κόμπος στο στομάχι γίνεται όλο και μεγαλύτερος.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα