Το χαμόγελό σου...

584 54 8
                                    

~26~

«Τι; Κυρία Βικτωρία τι λέτε;» Καμία από τις σκέψεις που είχα κάνει όλον αυτόν καιρό δεν πλησίαζε καν την αλήθεια που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου αυτή τη στιγμή.

«Κορίτσι μου, αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Ο πατέρας σου είναι καρπός του μεγάλου έρωτα της γιαγιάς σου με τον Δημήτρη, και όχι με τον παππού σου. Εκείνον τον αγάπησε με τον καιρό, όμως η καρδιά δεν λειτουργεί έτσι γλυκιά μου. Μέχρι την τελευταία της πνοή τον λάτρευε.» μου ομολογεί και το κεφάλι μου βουίζει. Γιατί γιαγιά; Γιατί τόσα ψέματα;

«Και τότε γιατί δεν διέλυε αυτό τον γάμο; Γιατί έζησε μέσα σε ένα γάμο που δεν ήθελε για τόσα χρόνια;» ρωτάω με παράπονο.

«Αφότου έφυγε, και όχι με δική της επιλογή, για την Ελλάδα, η γιαγιά σου πίστεψε πως η μοίρα ήταν εναντίον τους. Πως ίσως, ότι και να γινόταν δεν θα ήταν ποτέ καλά μαζί. Έτσι προτίμησε να τον αφήσει ελεύθερο να ερωτευτεί ξανά και να περάσει τη ζωή του με κάποια άλλη γυναίκα.» μου απαντά αμέσως και συγκρατώ με νύχια και με δόντια τον εαυτό μου να της απαντήσει πως αυτό λέγεται δειλία! Πως δεν γίνεται να αφήσεις τόσο εύκολα τον άντρα που αγαπάς και να τον χαρίσεις σε μια άλλη γυναίκα. Η σκέψη μου πετάει στον Στέφανο και κρύβω με δυσκολία τα βουρκωμένα μάτια μου.

«Και τελικά; Τα κατάφερε; Ερωτεύτηκε και έζησε με κάποια άλλη;»

Με κοιτάζει με δισταγμό και στα μάτια της βλέπω έναν πόνο που δεν περίμενα. «Όχι. Ποτέ δεν αγάπησε άλλη γυναίκα. Δεν παντρεύτηκε και απ' όσο ξέρω δεν έκανε ποτέ παιδιά.»

Το στόμα μου ανοίγει από έκπληξη. Ένας έρωτας πήγε χαμένος άδικα. Ξαφνικά θέλω τόσο να γνωρίσω αυτόν τον άντρα που έδωσε την ψυχή και την καρδιά του στη γιαγιά μου.

«Και τώρα που είναι αυτός ο Δημήτρης; Ζει;» ρωτάω με αγωνία.

«Ναι. Το σπίτι του δεν είναι πολύ μακριά από εδώ. Για κάποιο διάστημα τον είχα χάσει, όμως πριν 2-3 χρόνια ξαναγύρισε.»

«Μπορείτε να μου πείτε την ακριβή διεύθυνση;»

Αφού μου δίνει ένα χαρτάκι με την τοποθεσία του σπιτιού του κυρίου Δημήτρη, φεύγει, και δεν παραλείπει να με καλέσει για μεσημεριανό. Βγαίνω από το σπίτι, με την τσάντα στον ώμο και παίρνω τον δρόμο προς τα δεξιά. Όσο περπατάω προσπαθώ να φτιάξω στο μυαλό μου το διάγραμμα της συζήτησης με τον μεγάλο έρωτα της γιαγιάς μου και όπως πληροφορήθηκα και παππού μου. Με ποια δικαιολογία πάει μια άγνωστη σπίτι του και τον αναστατώνει στα καλά του καθουμένου; Και άλλωστε δεν μπορώ να του χτυπήσω το κουδούνι και να του πω «Καλησπέρα σας, είμαι η εγγονή σας.» Πρέπει να βρω έναν τρόπο να γνωρίσω αυτό τον άντρα, χωρίς να του μάθει από την αρχή ποια είμαι. Στην ηλικία που βρίσκεται δεν νομίζω να του κάνει καλό η αποκάλυψη αυτής της αλήθειας.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα