Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει

627 61 2
                                    

~13~

Έχω φτάσει στο χωριό μου και ήδη αισθάνομαι εξαντλημένη. Το χρώμα έχει φύγει από το πρόσωπο μου και το σώμα μου κινείται με δυσκολία. Πριν λίγη ώρα επικοινώνησα με την Βέρα για την ακύρωση των μαθημάτων για μια εβδομάδα, αφού πρέπει να μείνω για την ανάγνωση της διαθήκης. Κατευθύνομαι με τα πόδια στο σπίτι της γιαγιάς μου, όπου με περιμένει η μητέρα μου και η θεία μου, αδερφή του μπαμπά μου.

Αν και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία μου επίσκεψη εδώ, μου μοιάζει αιώνας. Περνάω το τελευταίο δρομάκι και βλέπω την καγκελόπορτα και την κούνια που μου είχε φτιάξει ο θείος μου όταν ήμουν μικρή. Χαμογελάω ελαφρά στη σκέψη του εαυτού μου σε μικρή ηλικία να κουνιέμαι γελώντας και τη γιαγιά μου να με παρακολουθεί ευτυχισμένη. Ήμουν το πρώτο εγγόνι και το αγαπημένο της, η πιο ευνοημένη από όλους.

Με δυσκολία ανοίγω το πορτάκι και μπαίνω στην αυλή. Το βλέμμα μου πιάνει τις δύο γυναίκες και πλησιάζω στο τραπέζι. Η μαμά μου με βλέπει αμέσως.

«Κοριτσάκι μου ήρθες;» λέει και σηκώνεται να με αγκαλιάσει.

«Ναι. Γεια σου θεία.» χαιρετώ την ξανθιά όμορφη νέα γυναίκα γυναίκα που με κοιτάζει δακρυσμένη.

«Γεια σου γλυκό μου παιδάκι.» με σφίγγει δυνατά στα χέρια της. «Πάντα σου είχε αδυναμία, ήσουν η αγαπημένη της. Θυμάσαι που σου αγόραζε κρυφά από όλους καραμέλες και μπισκότα;» με ρωτάει γελώντας λίγο, σκουπίζοντας τα μάτια της.

«Το θυμάμαι.» απαντώ χαμηλόφωνα.

«Κάθισε κορίτσι μου να ξεκουραστείς. Είσαι και από ταξίδι.»

Έτσι περνούν δύο μέρες απόλυτης σύγχυσης. Η κηδεία γίνεται και η ανάγνωση της διαθήκης έχει οριστεί για μεθαύριο. Λέω το τελευταίο αντίο στην γιαγιά μου και νιώθω το κορμί μου να πονά από θλίψη. Ο Στέφανος με καλεί δύο φορές την ημέρα για να μιλήσουμε και δεν σταματάει να μου στέλνει μηνύματα. Προσπαθεί να μου σταθεί όσο μπορεί και μέσα στον πόνο μου αισθάνομαι τυχερή.

Άλλες δυο μέρες έχουν περάσει και βρίσκομαι στον δικηγόρο της γιαγιάς μου, περιμένοντας να μας καλέσει.

«Οι συγγενείς της κυρίας Γιώτη;» ρωτάει η γραμματέας.

«Ναι, εμείς είμαστε.» πετάγεται η θεία μου.

«Περάστε. Ο κύριο Ηλίας σας περιμένει.» λέει με ένα μικρό χαμόγελο.

Μπαίνουμε στο γραφείο και νιώθω έξω από τα νερά μου. Δεν έχω βρεθεί ποτέ πριν σε τέτοια θέση.

Το τανγκό της ΝεφέληςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα