Κεφάλαιο 29...

1K 99 10
                                    

Αγάπης pov...



Το πρωί αφού ξυπνήσαμε όλοι και πήραμε πρωινό αποφασίσαμε πως έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Χαιρόμουν που θα γυρνούσαμε. Όχι γιατί δεν μαρεσε εδώ ή γιατί δεν πέρασα καλά με τα παιδιά, όχι απλά μου έλειψε το μωβ σπιτάκι μου τα βιβλία μου και η βιβλιοθήκη μου.

Ντυνόμαστε και αφού βάζουμε τα υπόλοιπα μας ρούχα μέσα στις βαλίτσες μας τα φορτώνουμε στο τζιπ του Ορέστη και φεύγουμε για την πόλη μας. Φτάνουμε μεσημέρι και έτσι ο κάθε ένας πάει σπίτι του για να ξεκουραστεί και να ξανά βρει λιγάκι τους ρυθμούς του. Μπαίνω μέσα στο σπίτι και ανοίγω άλλο παράθυρα. Έξω η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά κάνοντας φανερή την παρουσία του ο χειμώνας όμως το σπίτι μύριζε κλεισούρα.

Αφού το σπίτι ξεμοιριζει. Ψήνω τυρόπιτα και βάζω μια από της αγαπημένες μου ταινίες να δω, το Kissing booth. Έξω έχει αρχίσει να νυχτώνει και καθώς εγώ έχω μαγευτεί από τα μπράτσα του Noah τα πάντα γύρω σβήνουν. Η τηλεόραση κλείνει,  τα φώτα και γενικά όλες οι ηλεκτρικές συσκευές.

Και φοβάμαι το σκοτάδι και σε λίγο αφού έκλεισε η θέρμανση θα αρχίσει να κάνει κρύο.

Αρπάζω το κινητό μου ανάβω γρήγορα τον φακό και πάω προς το πίνακα με τις ασφάλειες. Όλα μια χαρά μάλλον έγινε διακοπή και δεν έπεσε κάποια ασφάλεια. Εγώ όμως συνεχίζω να φοβάμαι και αρχίζω να κρυώνω.
Δεν μαρεσει αυτό το αίσθημα ειδικά όταν είμαι μόνη χωρίς τον Έκτορα. Καθώς τα σκέφτομαι αυτά νιώθω τον χορό γύρω μου να γεμίζει από ένα γλυκό φως. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν το ρεύμα που ήρθε πίσω όμως όταν σηκώνω το κεφάλι μου βλέπω το ταβάνι του σαλονιού να έχει γεμίσει από μικρούς χρυσούς ήλιους οι οποίοι γεμίζουν με φως τον χορό.

Εγώ το έκανα αυτό;!

Σκέφτομαι καθώς κοιτάω πάνω με το στόμα ανοιχτό. Ανεβαίνω όρθια πάνω στον καναπέ και σηκώνω το χέρι μου και το φέρνω κοντά σε έναν από τους μικρούς ήλιους. Αμέσως αυτός φέγγει πιο έντονα και εκπέμπει ένα κύμα θερμής.

Ναι μάλλον εγώ το έκανα αυτό. Σκέφτομαι και κοιτάω τα χέρια μου. Παίρνω το τηλεφωνώ μου και καλώς τον Έκτορα. Του λέω να έρθει από το σπίτι μου αμέσως όμως δεν του λέω από το τηλέφωνο τον λόγο και ακούγεται ανήσυχος.

Μετά από ελάχιστη ώρα ακούω χτυπήματα στην πόρτα και την φωνή του να λέει να του ανοίξω. Μάλλον πέταξε μέχρι εδώ. Κυριολεκτικα.
Ανοίγω την πόρτα και πανικόβλητος έρχεται δίπλα μου και καθώς με αγκαλιάζει με ρωτάει τι έγινε και γιατί όλα τα φώτα είναι σβηστά.

Hector:Hades Son...Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα