[34] Orphan

71 8 0
                                    

«Γιατί εδώ γράφει ότι είμαι υιοθετημένη;» ούρλιαξε η Λούνα ξανά, πετώντας το ντοσιέ με δύναμη πάνω στο διπλό κρεβάτι των γονιών της. «Απάντησέ μου!»

Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα, η αναπνοή της ήταν ρηχή και η έκφρασή της κάτι μεταξύ θυμού και πόνου. Το κάτω χείλος της τρεμόπαιζε και το δάγκωσε με δύναμη, σχεδόν σχίζοντας τον ευαίσθητο ιστό. Ήταν τόσο κουρασμένη... Το μόνο που ήθελε ήταν να έβαζε ένα τέλος στο ατελείωτο, αργό μαρτύριο που η ίδια είχε εγκλωβίσει τον εαυτό της. Αλλά φαίνεται ότι το σύμπαν δεν είχε τελειώσει να παίζει μαζί της ακόμη.

Η Τζόις Έβανς σάστισε. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και το ρούχο που κρατούσε το χέρι της αφέθηκε να πέσει στο πάτωμα, δίχως σκέψη. Η ματιά της είχε γλιστρήσει από την αναστατωμένη μορφή της κόρης της στο ντοσιέ που κειτόταν στο κρεβάτι. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που το είχε δει. Ήξερε ότι έπρεπε κάποια στιγμή να το ξεθάψει από το κουτί που το είχε κρυμμένο μαζί με το μυστικό που κρατούσε κρυφό αλλά περίμενε να βρει την κατάλληλη στιγμή. Δεν περίμενε να συνέβαινε τώρα. Όχι με αυτόν τον τρόπο.

Η σιγή της μητέρας της έκανε την καρδιά της Λούνα να χτυπά ακόμη πιο δυνατά. «Πες κάτι! Μη με κοιτάς έτσι! Εξήγησέ μου τι σημαίνει αυτό!» Η φωνή της έσπασε και δάκρυα συγκεντρώνονταν στα μάτια της.

Γιατί η σιγή της μητέρας της έκρυβε την απάντηση που η Λούνα έψαχνε.

«Λούνα... Αγάπη μου,» ψέλλισε αργά, «Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Θα σου εξηγήσω τα πάντα. Το μόνο που θέλω από εσένα είναι να ηρεμήσεις.» είπε η Τζόις Έβανς με φωνή σιωπηλή και απαλή σαν ψίθυρο. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της Λούνα αλλά εκείνη τραβήχτηκε πίσω.

«Να ηρεμήσω; Πώς περιμένεις να ηρεμήσω αυτή τη στιγμή;» φώναξε κοιτώντας άγρια την μητέρα της - μπορούσε να την αποκαλεί έτσι πλέον; «Είχα μία άθλια μέρα, είμαι εξαντλημένη, μετά βίας στέκομαι όρθια, και το μόνο που θέλω είναι να μου πεις με δυο λόγια τι στο καλό σημαίνει αυτό! Μην μου ζητάς να ηρεμήσω, όμως, γιατί αυτό δεν μπορώ να το κάνω!»

«Εντάξει, εντάξει.» Η Τζόις Έβανς κατάπιε με δύναμη το σάλιο της, μαζεύοντας το χέρι της. «Έχεις δίκιο. Γλυκιά μου, έχεις δίκιο. Θα σου πω ό,τι θέλεις να μάθεις. Έχεις κάθε δικαίωμα να μάθεις.» Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού παίρνοντας το ντοσιέ στα χέρια της. Δεν το άνοιξε. Όχι ακόμη τουλάχιστον. «Θέλεις να...» ψέλλισε και με την παλάμη της ακούμπησε τον χώρο δίπλα της.

Παιχνίδι Εκδίκησης Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum