Στο κόκκινο

By princessalira

37.3K 4.9K 562

Πρώτο βιβλίο: Έλλη και Άγγελος... Δυο άνθρωποι με πολλά περισσότερα κοινά από ό,τι νόμιζαν... Οι δρόμοι τους... More

Έρχεται
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
46
47
48
49
50
51
Μήνυμα

45

461 79 4
By princessalira

Έκαναν πράγματι μαζί μπάνιο κι αυτό τους βοήθησε κάπως και τους δυο να χαλαρώσουν. Κι ο Άγγελος παρά την οδυνηρή προσπάθεια που έκανε να τη βοηθήσει, δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Όσο την περίμενε να στεγνώσει τα μαλλιά της, έκανε μια κλήση στο Μαύρο μαργαριτάρι, θέλοντας να βεβαιωθεί πως η πιανίστα δεν είχε κανένα παράπονο. Μόνο όταν το έκλεισε κι έβαλε κάτω το τηλέφωνο συνειδητοποίησε αναστενάζοντας πως ακόμη και παρά τη θέληση του, είχε αρχίσει να αποκτά τις παλιές του επαγγελματικές συνήθειες. Η Αλίκη είχε να το λέει πριν ξεσπάσει η πρώτη από τις πολλές καταιγίδες ανάμεσα τους, πως ήταν πολύ ευσυνείδητος και πως δεν ξεχνούσε ποτέ ούτε μια μικρή λεπτομέρεια. Η Έλλη πήγε κοντά του. Φορούσε ένα ωραίο πράσινο μακρύ νυχτικό και μοσχοβολούσε από την κρέμα που είχε απλώσει σε όλο της το κορμί. Δεν είχε όρεξη για τέτοιες περιποιήσεις αλλά είχε την ελπίδα πως έστω και λίγο θα τη βοηθούσε. Ο Άγγελος της χαμογέλασε, και μετά πήγε κι άνοιξε το ψυγείο που το είχαν ξαναγεμίσει οι άνθρωποι που δούλευαν στον Μαίανδρο. Κάθισαν μαζί στο κρεβάτι της Έλλης, κι απόλαυσαν τα διάφορα γλυκά κι αρμυρά σνακς. Μετά, πήραν το κουτί με τα βιβλία των παραμυθιών και τα μοίρασαν ανάμεσα τους. Είχαν συνεννοηθεί σιωπηρά, δε θα τα διάβαζαν τυχαία απλά για να περάσει η ώρα τους. Η Έλλη ξεφύλλισε το πρώτο δικό της αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Από τις πρώτες προτάσεις διαπίστωσε πως αυτό τουλάχιστον δεν είχε καμιά σχέση με εκείνο που ανακάλυπταν οι δυο τους σταδιακά μέσα από τα όνειρα. Όταν της μίλησε ο Άγγελος, η φωνή του είχε πάρει μια βελούδινη απόχρωση ηθελημένα, η οποία τη μαγνήτισε κι ας μην είχε προφτάσει να ακούσει τι ήταν αυτό που της έλεγε: «Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ όμορφη και πλούσια χώρα, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε περάσει τη μισή του ζωή πολεμώντας. Για αυτό τον λόγο, κι όταν γύρισε στο βασίλειο του έχοντας κερδίσει όλες τις μάχες γεμάτος λάφυρα, πήρε την απόφαση να φτιάξει ένα παλάτι τόσο όμορφο που θα το ζήλευαν όλοι οι άλλοι βασιλιάδες του κόσμου. Το έχτισε λοιπόν κοντά σε μια υπέροχη σμαραγδένια λίμνη, για την οποία ψιθυρίζονταν λόγια μυστικά και παράξενα, πως δηλαδή τάχα είχε μαγικό νερό, το οποίο χώριζε κι ένωνε τους ανθρώπους ανάλογα με την εποχή και τους κύκλους του φεγγαριού». Η Έλλη άφησε κάτω όσα βιβλία εξακολουθούσε να κρατάει και σηκώθηκε. «Δείξε μου σε παρακαλώ το εξώφυλλο». Ο Άγγελος κατανοώντας την ταραχή της, έστρεψε ήρεμα το βιβλίο προς το μέρος της. Η Έλλη πάγωσε όταν κατάλαβε πως έβλεπε πάλι τη λίμνη εκείνη που της είχε φέρει γαλήνη την πρώτη φορά που την είχε κοιτάξει. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν το παραμύθι της ζωής. «Λες; Λες να ήξερε τίποτα η γιαγιά; Λες να μην μου το χάρισε τυχαία; Λες να πρόκειται για την ιστορία της Ολίνας και του Έριλ; Λες η αγάπη τους να έγινε θρύλος περνώντας στους αιώνες και η αρχή να έγινε στην εποχή του βασιλιά εκείνου που»... «Λέω πως κάτι τέτοιο μου μοιάζει πιθανό Ελλη, ηρέμησε όμως γιατί μόνο τότε θα πάω παρακάτω». Άδειασε το κρεβάτι από όλα τα πράγματα που ήταν σκορπισμένα πάνω του, ενώ η Έλλη πετούσε στο καλαθάκι των σκουπιδιών όλα τα πλαστικά περιτυλίγματα από τις λιχουδιές που είχαν φάει. Μετά, ο Άγγελος όπως της το είχε υποσχεθεί, την πήρε στην αγκαλιά του και ξάπλωσε μαζί της στο κρεβάτι. Η Έλλη κούρνιασε πάνω του συνειδητοποιώντας πως ο χτύπος από τις καρδιές τους είχε συντονιστεί. «Συνεχίζω Έλλη, με ψυχραιμία... Ο μόνος καημός του βασιλιά που ήταν καλός, ευγενικός και δίκαιος, ήταν πως δεν είχε προλάβει να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, τα οποία και θα τον διαδέχονταν στον θρόνο μια μέρα. Όμως, μια όμορφη και ξάστερη νύχτα που δεν είχε ύπνο και πήγε να καθίσει δίπλα στη λίμνη για να της πει τα βάσανα του, είδε πως εκεί καθόταν και μια όμορφη νέα γυναίκα. Το χρώμα των μαλλιών της που ήταν ίδιο με εκείνο της φωτιάς του έκλεψε την καρδιά κι έτσι της μίλησε. Έμαθε πως εκείνη καταγόταν από μια μακρινή χώρα, ο εχθρός όμως που είχε αφανίσει όλη της την οικογένεια, την ανάγκασε να φύγει από αυτή για να γλιτώσει τη ζωή της. Παντρεύτηκαν οι δυο τους πριν περάσει πολύς καιρός, κι όλο το βασίλειο γλέντησε με την ψυχή του. Στην αρχή ήταν πολύ ευτυχισμένοι μαζί, αλλά καθώς ο καιρός περνούσε και δεν ερχόταν ένα παιδί, η βασίλισσα άρχισε να βυθίζεται μέσα σε μια θλίψη που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κάθε βράδυ καθόταν ολομόναχη στη λίμνη, μα παρηγοριά δεν έβρισκε, ώσπου πέταξε κοντά της ένα πουλί όμορφο με πλουμιστά φτερά, που της μίλησε με ανθρώπινη λαλιά. Αν ήθελε μια κόρη, τότε θα την είχε, μα θα ήταν καταραμένη να μην τη χορτάσει εύκολα την αγάπη ενός άνδρα. Η βασίλισσα πρώτα έκλαψε σπαρακτικά, και μετά αποκρίθηκε στο πουλί πως ήθελε όσο τίποτα μια κόρη. Εννιά μήνες αργότερα, γεννήθηκε η πριγκίπισσα του στέμματος, που θα είχε τα ίδια κόκκινα μαλλιά της μητέρας της και θα έπαιρνε το όνομα Ολίνα, που ήταν από τα πιο αγαπητά στον δικό της τον τόπο». Η Έλλη σκίρτησε στην αγκαλιά του Άγγελου, που της έδωσε να κρατάει το βιβλίο, προκειμένου να μπορεί εκείνος να κρατάει καλύτερα την ίδια. «Ηρέμησε αλλιώς σταματάω να διαβάζω αυτή τη στιγμή». «Καταλαβαίνεις τι έγινε μόλις τώρα»; «Εσύ τι λες; Τα χρόνια κυλούσαν αλλά η πριγκίπισσα μεγάλωνε χωρίς τη βασίλισσα μητέρα της, γιατί μετά τη μεγάλη χαρά ήρθε να τη ζώσει ο φόβος για αυτό που της προφήτευσε το πουλί. Βούτηξε μια μέρα στη λίμνη αφού έκλαψε με όλη της την ψυχή, και όταν βγήκε πάλι από αυτή, ήταν νεκρή. Είχε όμως προλάβει να ευχηθεί να αγαπιόταν πολύ από κάποιον η κόρη της, ακόμη κι αν αυτό αργούσε να συμβεί. Το έθιμο στο βασίλειο αυτό, ήθελε να παντρεύεται η πριγκίπισσα του στέμματος με τον κορυφαίο όλων των ιπποτών, που συναγωνίζονταν πάντα μεταξύ τους ασταμάτητα, στα όπλα, στα ήθη και στην ευγένεια, μα και στα ξόρκια και στη δύναμη του μυαλού. Εκείνος που κέρδιζε εδώ και χρόνια ήταν ο Γκαλαντρέν, ένας άνδρας πανούργος που δε δίσταζε να πληρώνει για να βγαίνει νικητής. Όλοι το έλεγαν όμως, πως άλλος καλύτερος δεν υπήρχε από έναν νεοφερμένο ιππότη που είχε το όνομα Έριλ. Η καρδιά του ήταν χρυσή, κι ίσως για αυτό δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον Γκαλαντρέν που δε μπορούσε να φανταστεί πως ένας άλλος θα του έκλεβε την πριγκίπισσα. Μα όταν κάτι είναι να έρθει, έρχεται και τίποτα δε μπορεί να το σταματήσει. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν η Ολίνα με τον ιππότη Έριλ κάτι άλλαξε στον αέρα και στη φύση, μα και στα σώματα και στις ψυχές τους. Όλα μαζί άρχισαν να τραγουδάνε έναν σκοπό μαγευτικό χωρίς λόγια, αλλά κι αυτά δεν τα είχαν ανάγκη. Άρχισαν να κουβεντιάζουν στα κλεφτά, ψάχνοντας και βρίσκοντας κρυφά περάσματα και λαβυρίνθους μέσα στο παλάτι για να μην τους βλέπει ποτέ κανείς. Τις νύχτες τις περνούσαν μαζί, πλάθοντας όνειρα κι αλλάζοντας όρκους, μα όλα αυτά μέχρι να τους πιάσει ένας από τους καλοθελητές του Γκαλαντρέν. Τότε, εκείνος σε συνεννόηση με τον ίδιο τον βασιλιά, άρχισε να κλείνει την πριγκίπισσα στη χρυσή της κάμαρα, βάζοντας και σιδερένια κάγκελα στο παράθυρο για να μη μπορεί να φύγει. Αλλά ούτε εκείνη ούτε κι ο ιππότης της το έβαζαν κάτω κι έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να συναντιούνται όποτε μπορούσαν, ώσπου έφτασε η μέρα για να αρραβωνιαστεί εκείνη τον Γκαλαντρέν». Τώρα σταμάτησε ο Άγγελος το διάβασμα από μόνος του κι άρχισε να χαιδεύει την Έλλη που είχε βουβαθεί. «Κανείς δε θα μας πιστέψει αν του την πούμε αυτή την ιστορία Άγγελε». «Ναι μπορεί, μόνο που εμάς αυτό δε μας ενδιαφέρει καθόλου, έτσι δεν είναι»; Την πίεσε πάνω του φιλώντας τη βαθιά πολλές φορές, διώχνοντας τα πάντα από το νου της.

Μετά, συνέχισε το διάβασμα. Μπροστά στα μάτια του πέρασαν όλες οι σκηνές των ονείρων τους διαδοχικά, της διάβασε για τον Έριλ που ορκίστηκε στην Ολίνα αιώνια αγάπη και πίστη, για το αίμα των δυο που το είχαν ενώσει, για τη βραδιά του γάμου, για τη μάχη του Έριλ με τον Γκαλαντρέν, σταματώντας στο σημείο στο οποίο ο Έριλ έμενε μόνος τραυματισμένος, με μια τεράστια πληγή στο στομάχι του. «Φοβάμαι, να γιατί σε πονούσε κι εσένα το στομάχι όταν έβλεπες τα καταραμένα σχέδια του Ερρίκου». «Ξέχνα το αυτό τώρα, δε με πονάει τίποτα». Ο Άγγελος γύρισε σελίδα. «Ο Έριλ μπόρεσε να φύγει μακριά μέχρι να γίνει καλά, μα το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει ξανά κοντά στην πριγκίπισσα. Κι αυτό κι έκανε όταν πληροφορήθηκε πως εκείνη είχε φέρει στον κόσμο ένα μωρό, και τι δε θα έδινε για να ήταν δικό του αυτό... Της έστειλε μήνυμα κρυφά με μια έμπιστη κυρία της συνοδείας της, λίγο καιρό μετά τη γέννηση του παιδιού, πως θα την περίμενε στο πιο καλά κρυμμένο μέρος του παλατιού. Η πριγκίπισσα πήγε, αφού ο Γκαλαντρέν της είχε επιτρέψει να αρχίσει να βγαίνει για λίγο από το δωμάτιο της. Ο κόσμος είχε πια αρχίσει τα κουτσομπολιά κι αυτό δεν έκανε καλό σε κανέναν. Όταν τον είδε η πριγκίπισσα, έπεσε στην αγκαλιά του γεμίζοντας τον με φιλιά, και λούζοντας τον με τα πιο γλυκά κι ερωτικά λόγια που είχαν ειπωθεί ποτέ. Ψηλαφούσε το σώμα του για να βρει την πληγή του, μάταια την καθησύχαζε εκείνος πως είχε γιατρευτεί. Οι ώρες που πέρασαν μαζί εκείνο το βράδυ, ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής τους, κι ας έμελε να ήταν και οι τελευταίες κι ας ήταν τόσο νέοι». Τώρα έκλαιγαν και οι δυο αλλά ούτε καν το είχαν πάρει είδηση, αφού τα δάκρυα έτρεχαν χωρίς ήχο. «Ο ίδιος πάντα άνθρωπος του Γκαλαντρέν τους τσάκωσε, και πήγε αθόρυβα να τον ειδοποιήσει. Τους βρήκε αγκαλιασμένους σφιχτά. Μόνο χάρη σε μια διαίσθηση γύρισε προς το μέρος του τα μάτια του ο Έριλ, ακριβώς ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν υψωθεί στον αέρα η λάμα του σπαθιού του Γκαλαντρέν. Ο ιππότης, την πάγωσε στο χέρι του άλλου με ένα ξόρκι, κι έβγαλε κι αυτός τη δική του ρίχνοντας κάτω την πριγκίπισσα και καλύπτοντας τη με το σώμα του. Ο Γκαλαντρέν του έμπηξε το σπαθί στην πλάτη κάνοντας το αίμα του να σχηματίσει μια κατακόκκινη λίμνη. Τι κι αν ούρλιαζε η πριγκίπισσα, το κακό είχε γίνει. Ο Έριλ κατάλαβε πως αυτή τη φορά θα πέθαινε και της ψιθύρισε κρατώντας την ακόμη με τα τελευταία ίχνη της δύναμης του πως για όσο καιρό δε θα τον ξεχνούσε, εκείνος θα έβρισκε τον τρόπο να έρχεται να τη βλέπει και πως μια μέρα θα την παντρευόταν. Ύστερα ξεψύχησε, μα όχι πριν εκτοξεύσει πάνω στον Γκαλαντρέν ένα τελευταίο τρομερό ξόρκι. Το περισσότερο κι από το δικό του αίμα χύθηκε, κι αν αυτός κατάφερε να συνέλθει και να βασιλέψει, δε μπόρεσε ποτέ πια να σηκώσει σπαθί σε κανέναν. Όσο για την πριγκίπισσα, όταν κανείς δεν την έβλεπε, τράβηξε μέσα από τα ρούχα της το μικρό στιλέτο με το ρουμπίνι και το χρυσάνθεμο του Έριλ, και το έμπηξε στο στήθος της. Ήθελε να είναι μαζί του και δε θα τη σταματούσε κανείς. Και πάλι, καθώς το ταξίδι άρχιζε, το αίμα τους ενώθηκε για πάντα. Όσο για τον Γκαλαντρέν, μεγάλωσε την κόρη τη δική του και της Ολίνας παίρνοντας μια άλλη γυναίκα, και βασίλεψε στη χώρα εκείνη μέχρι τα βαθιά του γεράματα».

Όταν το παραμύθι έφτασε στο τέλος, ο Άγγελος έκλεισε το βιβλίο και μετά το φίλησε φέρνοντας το στα χείλη του. Το ίδιο έκανε και η Έλλη. Ύστερα, το άφησε προσεκτικά στα πόδια του κρεβατιού, κι άρχισε να τη φιλάει χωρίς να της αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Μα ακόμη κι αν το έκανε, ποτέ δε θα τον σταματούσε εκείνη. Η ανάγκη τους ξεπερνούσε πλέον, κι αυτή η ανάγκη δεν ήταν μόνο δική τους όπως είχε μόλις αποδειχθεί. Αργότερα, τους πήρε ο ύπνος κολλημένους τον έναν πάνω στον άλλον. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη, δεν χρειαζόταν να γίνει κάτι τέτοιο, τα πάντα είχαν μπει στη θέση τους με τρόπο αμετάκλητο, ανεξάρτητα από το τι τους επιφύλασσαν το παρόν και το μέλλον.

Τους ξύπνησε το κινητό του Άγγελου το οποίο άρχισε να χτυπάει λίγο πριν τις εφτά. Εκείνος το άρπαξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα ήταν αδύνατο να μην ανοίξει και η Έλλη τα μάτια της. «Ξυπνήστε, ετοιμαστείτε κι ελάτε εδώ αμέσως». Ο Πέτρος είχε δώσει τις παραγγελίες του με προστακτικό τόνο, και μετά του είχε κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα. «Τι τον έπιασε»; Η Έλλη ανασηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια της. Ένιωθε κουρασμένη, θα ήθελε να κοιμηθεί μέχρι το επόμενο πρωί. «Δεν έχω ιδέα, αλλά φαντάζομαι πως είναι κάτι σοβαρό. Τι λες; Πάμε»; Εκείνη αναστέναξε και σηκώθηκε για να βρει τα ρούχα που θα φορούσε, ενώ το ίδιο έκανε κι ο Άγγελος. Έφταναν στο γραφείο του Πέτρου τρία τέταρτα της ώρας αργότερα. Όπως το περίμεναν, το βρήκαν πνιγμένο στον κόσμο, ήταν όλοι εκεί, η Κάτια, η ψυχολόγος, ο Σπίρος, ο Στάθης, η Ελένη... «Επιτέλους, ήρθατε, καθίστε». Ο Πέτρος μούγκριζε αντί να μιλάει και η Έλλη έτσι όπως τον έβλεπε, έκανε τη σκέψη πως υπήρχε ισχυρή πιθανότητα να μην είχε φύγει από εκεί μέσα ούτε για δέκα λεπτά. «Μίλησα με τον άνθρωπο του Τζανή, τον ανέκρινα κανονικά. Αυτή τη στιγμή γίνεται η απομαγνητοφώνηση του σχετικού αρχείου. Δεν ήταν μόνο η αποστολή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που έκανε για λογαριασμό του Τζανή. Μου ομολόγησε πως επίσης μέσα στο γιοτ του Φίλιππου Γιαννίδη, είχε κρύψει κι όλα τα κοσμήματα που πήρε το κάθαρμα από τις κοπέλες που σκότωσε». Άνοιξε ένα συρτάρι κι έγνεψε στην Έλλη να πλησιάσει. Εκείνη το έκανε επιφυλακτικά, κι όταν είδε την καρφίτσα της Λένας, έβαλε τα κλάματα, κάνοντας τον Άγγελο να βρίσει από μέσα του χυδαία τον Ερρίκο. «Ησύχασε κορίτσι μου, σου την έδειξα μόνο και μόνο επειδή ήξερα πως ήθελες να την ξαναδείς». Η Έλλη σκούπισε τα μάτια της με ένα χαρτομάντιλο που της έδωσε διακριτικά η ψυχολόγος. «Κι έκανες πολύ καλά, πού τα βρήκατε αυτά»; «Μέσα σε ένα μπουκάλι κονιάκ, ναι, κυριολεκτώ, αφού ξέραμε που να ψάξουμε δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ο Λίνος θα αναλάβει δράση αλλά δε θα έχει και νόημα αυτό τώρα πια που ξέρουμε ποιος είναι». «Τι λέτε να έκλεψε από τη Νανά Μπούζου»; Ήταν η ψυχολόγος που είχε κάνει την ερώτηση. Ο Πέτρος την κοίταξε. «Το ξέρουμε ήδη, της πήρε ένα μενταγιόν που είχε μέσα έναν χρυσό ιβίσκο και μια αμαρυλλίδα από ρουμπίνια. Το επιβεβαίωσε η αδερφή της πως λείπει. Εκείνη της το χάρισε μάλιστα». Όλοι αναστέναξαν μέσα σε μαύρη απόγνωση. Τότε, ο Πέτρος στράφηκε προς το μέρος του Άγγελου και για μια στιγμή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν ανεπαίσθητα. «Εσένα έχω να σου προτείνω να παρατήσεις τις εξισώσεις, για τα πινέλα σου δε μπορώ να πω το ίδιο γιατί αυτά δεν τα πιάνεις ποτέ στα χέρια σου». «Τι εννοείς; Δε σε καταλαβαίνω». Ο Πέτρος κάτι εμφάνισε στην οθόνη του υπολογιστή, γνέφοντας του να πλησιάσει. Ο Άγγελος το έκανε και βρέθηκε να κοιτάει την εικόνα ενός ωραίου σπιτιού με μεγάλα παράθυρα. «Τι είναι αυτό»; «Θερμοκήπιο, εσένα για τι σου μοιάζει»; Ο Άγγελος μόρφασε, δεν τον είχε παρεξηγήσει όπως ήταν λογικό. «Σου λέει τίποτα το όνομα Ρότζερ Χριστίδης»; «Όχι, θα έπρεπε»; Πρώην καθηγητής του Ερρίκου Τζανή από το Λονδίνο. «Μάλιστα, λοιπόν»; «Λοιπόν η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και κατάφερε να του μεταδώσει την αγάπη της για την Ελλάδα παρά το γεγονός πως την εγκατέλειψε νωρίς κι εκείνη. Αυτό το σπίτι είναι δικό του και βρίσκεται λίγο πιο έξω από την Αθήνα». Ο Άγγελος έσφιξε σε γροθιές τα χέρια του. «Ο Ερρίκος ήταν ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Χριστίδη, κι ανάμεσα τους αναπτύχθηκε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη. Αυτό το σπίτι εδώ, ο καθηγητής το έχει μετατρέψει ας πούμε σε ναό της τέχνης, αφού ο ίδιος είναι και πλούσιος και συλλέκτης. Παλιά, όταν πήρε το πτυχίο του ο Ερρίκος, τον παρακάλεσε να πηγαίνει πότε- πότε στο σπίτι αυτό και να του ρίχνει μια ματιά, για να βεβαιωθεί πως όλα τα έργα τέχνης εκεί μέσα ήταν εντάξει». «Ποιος μίλησε μαζί του»; «Εγώ και η Κάρεν, δεν είχε ιδέα για το κτήνος στο οποίο εμπιστεύτηκε τα κλειδιά του σπιτιού. Έχει πάθει σοκ». «Έχουν ξεκινήσει οι δικοί σου για εκεί»; «Εσύ τι λες; Έστειλα τους καλύτερους». Η Έλλη πήγε κι εκείνη κοντά τους και κοίταξε την εικόνα του σπιτιού. «Λέτε να την έχει πάει εκεί»; «Είναι πιθανό αφού κανείς δεν ξέρει τη σύνδεση του Ερρίκου με το συγκεκριμένο σπίτι, αλλά η έρευνα συνεχίζεται προς κάθε κατεύθυνση που μας υπέδειξες τόσο εύστοχα Άγγελε». Τότε, άρχισε να κουδουνίζει το τηλέφωνο του. Ο Άγγελος το κοίταξε κι αγχώθηκε ακόμη πιο πολύ. Του τηλεφωνούσαν από την κλινική κι έπρεπε να απαντήσει. Έτσι, απομακρύνθηκε λίγα βήματα για να μπορέσει να μιλήσει λίγο πιο άνετα. «Μη φοβάσαι Έλλη». Ο Πέτρος που είχε σηκωθεί για να ανάψει τσιγάρο την κοίταξε με ζεστασιά. «Θέλω να τη βρούμε ζωντανή, μήπως ξέρεις αλήθεια αν είναι ζωντανοί οι θετοί γονείς του Ερρίκου Τζανή»; «Θέλεις να μάθεις αν είχε κάποια βάση αυτό που σου είπε για τη μητέρα του σωστά; Όχι Έλλη, έχουν πεθάνει και οι δυο τους εδώ και λίγα χρόνια». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της σκεπτική. Τότε τους πλησίασε ο Άγγελος. «Η Αλίκη έπεσε σε κόμμα. Μπορώ να φύγω για λίγο; Έλεγε το όνομα μου επίμονα λίγο πριν χαθεί από την πραγματικότητα». «Φύγε, και μην ανησυχείς για την Έλλη». «Δε θα αργήσω Πέτρο, ειλικρινά, αν δεν»... «Φύγε Άγγελε, θα σου τηλεφωνήσουμε εμείς και θα σε ενημερώσουμε για ό,τι κι αν προκύψει». Εκείνος κοίταξε την Έλλη με αγωνία. «Σε παρακαλώ φύγε, και να οδηγείς πολύ προσεκτικά, εντάξει»; Ο Άγγελος έγνεψε και βγήκε από το γραφείο με ώμους σκυφτούς. Τότε, ο Πέτρος της έγνεψε να καθίσει κι έκανε το ίδιο, ακριβώς πριν αρχίσει να χτυπάει και το δικό του τηλέφωνο.

«Είμαστε έτοιμοι Πέτρο, μπαίνουμε»; «Ναι, είναι μαζί σας η Ραχήλ; Πείτε της να ξεκινήσει εκείνη πρώτα». «Ποια είναι η Ραχήλ»; Η Έλλη έσκυψε στο αφτί της ψυχολόγου. «Η ειδική για τις διαπραγματεύσεις, είναι πολύ καλή». Ο Πέτρος πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης. Κανείς τους δε θα μπορούσε να ξέρει πως για ακόμη μια φορά ο Ερρίκος Τζανής είχε βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά από αυτούς, κι αυτό για τον απλούστατο λόγο πως είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως για τις κινήσεις τους από το δεξί του χέρι. Όταν θα έμπαιναν εκείνοι στο σπίτι του καθηγητή Χριστίδη, θα έβρισκαν πάρα πολλά σημαντικά πράγματα σε αυτό, μα όχι και τον ίδιο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτός δε βρισκόταν εκεί μέχρι και λίγα λεπτά νωρίτερα.

Continue Reading

You'll Also Like

569K 29.4K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...
1.6K 114 33
Η δεκαεξάχρονη Αφροδίτη αρχίζει να μιλάει από ένα ψεύτικο προφίλ με τον κούκλο Αλέξανδρο αλλά γίνονται ανατροπές που δεν το περιμενε με τίποτα 8/3/20...
140K 178 1
Ο κόσμος της κάποτε έχασε την ισορροπία του και έγειρε χωρίς επιστροφή προς την αδικία και το χάος και μέσα σε αυτό το χάος, εκείνη έγινε μια άλλη. Κ...
749K 28.2K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...