45

460 79 4
                                    

Έκαναν πράγματι μαζί μπάνιο κι αυτό τους βοήθησε κάπως και τους δυο να χαλαρώσουν. Κι ο Άγγελος παρά την οδυνηρή προσπάθεια που έκανε να τη βοηθήσει, δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Όσο την περίμενε να στεγνώσει τα μαλλιά της, έκανε μια κλήση στο Μαύρο μαργαριτάρι, θέλοντας να βεβαιωθεί πως η πιανίστα δεν είχε κανένα παράπονο. Μόνο όταν το έκλεισε κι έβαλε κάτω το τηλέφωνο συνειδητοποίησε αναστενάζοντας πως ακόμη και παρά τη θέληση του, είχε αρχίσει να αποκτά τις παλιές του επαγγελματικές συνήθειες. Η Αλίκη είχε να το λέει πριν ξεσπάσει η πρώτη από τις πολλές καταιγίδες ανάμεσα τους, πως ήταν πολύ ευσυνείδητος και πως δεν ξεχνούσε ποτέ ούτε μια μικρή λεπτομέρεια. Η Έλλη πήγε κοντά του. Φορούσε ένα ωραίο πράσινο μακρύ νυχτικό και μοσχοβολούσε από την κρέμα που είχε απλώσει σε όλο της το κορμί. Δεν είχε όρεξη για τέτοιες περιποιήσεις αλλά είχε την ελπίδα πως έστω και λίγο θα τη βοηθούσε. Ο Άγγελος της χαμογέλασε, και μετά πήγε κι άνοιξε το ψυγείο που το είχαν ξαναγεμίσει οι άνθρωποι που δούλευαν στον Μαίανδρο. Κάθισαν μαζί στο κρεβάτι της Έλλης, κι απόλαυσαν τα διάφορα γλυκά κι αρμυρά σνακς. Μετά, πήραν το κουτί με τα βιβλία των παραμυθιών και τα μοίρασαν ανάμεσα τους. Είχαν συνεννοηθεί σιωπηρά, δε θα τα διάβαζαν τυχαία απλά για να περάσει η ώρα τους. Η Έλλη ξεφύλλισε το πρώτο δικό της αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Από τις πρώτες προτάσεις διαπίστωσε πως αυτό τουλάχιστον δεν είχε καμιά σχέση με εκείνο που ανακάλυπταν οι δυο τους σταδιακά μέσα από τα όνειρα. Όταν της μίλησε ο Άγγελος, η φωνή του είχε πάρει μια βελούδινη απόχρωση ηθελημένα, η οποία τη μαγνήτισε κι ας μην είχε προφτάσει να ακούσει τι ήταν αυτό που της έλεγε: «Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ όμορφη και πλούσια χώρα, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε περάσει τη μισή του ζωή πολεμώντας. Για αυτό τον λόγο, κι όταν γύρισε στο βασίλειο του έχοντας κερδίσει όλες τις μάχες γεμάτος λάφυρα, πήρε την απόφαση να φτιάξει ένα παλάτι τόσο όμορφο που θα το ζήλευαν όλοι οι άλλοι βασιλιάδες του κόσμου. Το έχτισε λοιπόν κοντά σε μια υπέροχη σμαραγδένια λίμνη, για την οποία ψιθυρίζονταν λόγια μυστικά και παράξενα, πως δηλαδή τάχα είχε μαγικό νερό, το οποίο χώριζε κι ένωνε τους ανθρώπους ανάλογα με την εποχή και τους κύκλους του φεγγαριού». Η Έλλη άφησε κάτω όσα βιβλία εξακολουθούσε να κρατάει και σηκώθηκε. «Δείξε μου σε παρακαλώ το εξώφυλλο». Ο Άγγελος κατανοώντας την ταραχή της, έστρεψε ήρεμα το βιβλίο προς το μέρος της. Η Έλλη πάγωσε όταν κατάλαβε πως έβλεπε πάλι τη λίμνη εκείνη που της είχε φέρει γαλήνη την πρώτη φορά που την είχε κοιτάξει. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν το παραμύθι της ζωής. «Λες; Λες να ήξερε τίποτα η γιαγιά; Λες να μην μου το χάρισε τυχαία; Λες να πρόκειται για την ιστορία της Ολίνας και του Έριλ; Λες η αγάπη τους να έγινε θρύλος περνώντας στους αιώνες και η αρχή να έγινε στην εποχή του βασιλιά εκείνου που»... «Λέω πως κάτι τέτοιο μου μοιάζει πιθανό Ελλη, ηρέμησε όμως γιατί μόνο τότε θα πάω παρακάτω». Άδειασε το κρεβάτι από όλα τα πράγματα που ήταν σκορπισμένα πάνω του, ενώ η Έλλη πετούσε στο καλαθάκι των σκουπιδιών όλα τα πλαστικά περιτυλίγματα από τις λιχουδιές που είχαν φάει. Μετά, ο Άγγελος όπως της το είχε υποσχεθεί, την πήρε στην αγκαλιά του και ξάπλωσε μαζί της στο κρεβάτι. Η Έλλη κούρνιασε πάνω του συνειδητοποιώντας πως ο χτύπος από τις καρδιές τους είχε συντονιστεί. «Συνεχίζω Έλλη, με ψυχραιμία... Ο μόνος καημός του βασιλιά που ήταν καλός, ευγενικός και δίκαιος, ήταν πως δεν είχε προλάβει να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, τα οποία και θα τον διαδέχονταν στον θρόνο μια μέρα. Όμως, μια όμορφη και ξάστερη νύχτα που δεν είχε ύπνο και πήγε να καθίσει δίπλα στη λίμνη για να της πει τα βάσανα του, είδε πως εκεί καθόταν και μια όμορφη νέα γυναίκα. Το χρώμα των μαλλιών της που ήταν ίδιο με εκείνο της φωτιάς του έκλεψε την καρδιά κι έτσι της μίλησε. Έμαθε πως εκείνη καταγόταν από μια μακρινή χώρα, ο εχθρός όμως που είχε αφανίσει όλη της την οικογένεια, την ανάγκασε να φύγει από αυτή για να γλιτώσει τη ζωή της. Παντρεύτηκαν οι δυο τους πριν περάσει πολύς καιρός, κι όλο το βασίλειο γλέντησε με την ψυχή του. Στην αρχή ήταν πολύ ευτυχισμένοι μαζί, αλλά καθώς ο καιρός περνούσε και δεν ερχόταν ένα παιδί, η βασίλισσα άρχισε να βυθίζεται μέσα σε μια θλίψη που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κάθε βράδυ καθόταν ολομόναχη στη λίμνη, μα παρηγοριά δεν έβρισκε, ώσπου πέταξε κοντά της ένα πουλί όμορφο με πλουμιστά φτερά, που της μίλησε με ανθρώπινη λαλιά. Αν ήθελε μια κόρη, τότε θα την είχε, μα θα ήταν καταραμένη να μην τη χορτάσει εύκολα την αγάπη ενός άνδρα. Η βασίλισσα πρώτα έκλαψε σπαρακτικά, και μετά αποκρίθηκε στο πουλί πως ήθελε όσο τίποτα μια κόρη. Εννιά μήνες αργότερα, γεννήθηκε η πριγκίπισσα του στέμματος, που θα είχε τα ίδια κόκκινα μαλλιά της μητέρας της και θα έπαιρνε το όνομα Ολίνα, που ήταν από τα πιο αγαπητά στον δικό της τον τόπο». Η Έλλη σκίρτησε στην αγκαλιά του Άγγελου, που της έδωσε να κρατάει το βιβλίο, προκειμένου να μπορεί εκείνος να κρατάει καλύτερα την ίδια. «Ηρέμησε αλλιώς σταματάω να διαβάζω αυτή τη στιγμή». «Καταλαβαίνεις τι έγινε μόλις τώρα»; «Εσύ τι λες; Τα χρόνια κυλούσαν αλλά η πριγκίπισσα μεγάλωνε χωρίς τη βασίλισσα μητέρα της, γιατί μετά τη μεγάλη χαρά ήρθε να τη ζώσει ο φόβος για αυτό που της προφήτευσε το πουλί. Βούτηξε μια μέρα στη λίμνη αφού έκλαψε με όλη της την ψυχή, και όταν βγήκε πάλι από αυτή, ήταν νεκρή. Είχε όμως προλάβει να ευχηθεί να αγαπιόταν πολύ από κάποιον η κόρη της, ακόμη κι αν αυτό αργούσε να συμβεί. Το έθιμο στο βασίλειο αυτό, ήθελε να παντρεύεται η πριγκίπισσα του στέμματος με τον κορυφαίο όλων των ιπποτών, που συναγωνίζονταν πάντα μεταξύ τους ασταμάτητα, στα όπλα, στα ήθη και στην ευγένεια, μα και στα ξόρκια και στη δύναμη του μυαλού. Εκείνος που κέρδιζε εδώ και χρόνια ήταν ο Γκαλαντρέν, ένας άνδρας πανούργος που δε δίσταζε να πληρώνει για να βγαίνει νικητής. Όλοι το έλεγαν όμως, πως άλλος καλύτερος δεν υπήρχε από έναν νεοφερμένο ιππότη που είχε το όνομα Έριλ. Η καρδιά του ήταν χρυσή, κι ίσως για αυτό δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον Γκαλαντρέν που δε μπορούσε να φανταστεί πως ένας άλλος θα του έκλεβε την πριγκίπισσα. Μα όταν κάτι είναι να έρθει, έρχεται και τίποτα δε μπορεί να το σταματήσει. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν η Ολίνα με τον ιππότη Έριλ κάτι άλλαξε στον αέρα και στη φύση, μα και στα σώματα και στις ψυχές τους. Όλα μαζί άρχισαν να τραγουδάνε έναν σκοπό μαγευτικό χωρίς λόγια, αλλά κι αυτά δεν τα είχαν ανάγκη. Άρχισαν να κουβεντιάζουν στα κλεφτά, ψάχνοντας και βρίσκοντας κρυφά περάσματα και λαβυρίνθους μέσα στο παλάτι για να μην τους βλέπει ποτέ κανείς. Τις νύχτες τις περνούσαν μαζί, πλάθοντας όνειρα κι αλλάζοντας όρκους, μα όλα αυτά μέχρι να τους πιάσει ένας από τους καλοθελητές του Γκαλαντρέν. Τότε, εκείνος σε συνεννόηση με τον ίδιο τον βασιλιά, άρχισε να κλείνει την πριγκίπισσα στη χρυσή της κάμαρα, βάζοντας και σιδερένια κάγκελα στο παράθυρο για να μη μπορεί να φύγει. Αλλά ούτε εκείνη ούτε κι ο ιππότης της το έβαζαν κάτω κι έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να συναντιούνται όποτε μπορούσαν, ώσπου έφτασε η μέρα για να αρραβωνιαστεί εκείνη τον Γκαλαντρέν». Τώρα σταμάτησε ο Άγγελος το διάβασμα από μόνος του κι άρχισε να χαιδεύει την Έλλη που είχε βουβαθεί. «Κανείς δε θα μας πιστέψει αν του την πούμε αυτή την ιστορία Άγγελε». «Ναι μπορεί, μόνο που εμάς αυτό δε μας ενδιαφέρει καθόλου, έτσι δεν είναι»; Την πίεσε πάνω του φιλώντας τη βαθιά πολλές φορές, διώχνοντας τα πάντα από το νου της.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα