36

501 86 3
                                    

Η Ολίνα δε δίστασε καθόλου, τον πλησίασε κι άλλο, και μετά, τύλιξε γύρω του τα λεπτά της χέρια, που δεν τα γέμιζαν στολίδια λόγω της νύχτας. Ο Έριλ έσκυψε τότε και την σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Μετά, και παρά το πυκνό σκοτάδι που είχε απλωθεί σε ολόκληρο το βασίλειο, έσκυψε, και τη φίλησε στα χείλη της όσο πιο γλυκά μπορούσε. «Μυρίζουν πολύ ωραία, όπως και τα κεράσια». «Και τα δικά σου, ενώ του Γκαλαντρέν όχι, δεν τον θέλω Έριλ, μα δε μπορώ να κάνω τίποτα για να γλιτώσω από αυτόν». Εκείνος τη φίλησε ξανά, ακόμη πιο απαλά. «Το ξέρω αλλά μη φοβάσαι, μπορεί να περάσει πολύς καιρός μέχρι να μπορέσουμε να είμαστε μαζί, αλλά θα έρθει η ώρα κάποτε που θα τα καταφέρουμε». Την έσφιξε πάνω του δυνατά, ακριβώς τη στιγμή που κάτι ακούστηκε από μακριά. Σκίρτησε η πριγκίπισσα αλλά εκείνος της χαμογέλασε. «Το ξέρω πως σύντομα θα αρχίσουν να σε ψάχνουν οι φρουροί του παλατιού, δε θα σε αφήσω όμως να γυρίσεις πίσω αν δεν κάνουμε πρώτα κάτι». Την τράβηξε μαζί του, και χώθηκαν οι δυο τους μέσα στους θάμνους που ήταν αρκετά πυκνοί σε αυτή την περιοχή. «Φοβάσαι πριγκίπισσα»; Ο Έριλ άπλωσε καλύτερα τη φορεσιά του κάτω για να μπορέσει να καθίσει εκείνη. «Όχι Έριλ, καθόλου, ποτέ μου δεν έχω ξανανιώσει μια τόσο μεγάλη χαρά, και δε φοβάμαι τίποτα όταν είσαι μαζί μου». «Αυτό ήθελα να μου πεις, και για αυτό προσπάθησα τόσο σκληρά να τους ξεφύγω Ολίνα, για να σε συναντήσω στα κρυφά». Τράβηξε από τη θήκη της ζώνης του ένα μικροσκοπικό στιλέτο που είχε πάνω του ένα ρουμπίνι κι ένα χρυσάνθεμο και της το έδειξε. «Αυτό είναι δικό σου από εδώ και πέρα. Πλήρωσα έναν καλό τεχνίτη για να μου το φτιάξει. Να μην το χάσεις ποτέ, αλλά και να μην το δείξεις σε κανέναν». Η πριγκίπισσα το πήρε και το έφερε στα χείλη της δακρυσμένη. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Έριλ, είναι ό,τι καλύτερο μου έχουν χαρίσει ποτέ, κανείς δε θα μάθει πως το έχω». «Τότε έλα να κάνουμε κάτι». Της το ξαναπήρε απαλά κι ευγενικά, και μετά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τράβηξε την υπόλοιπη φορεσιά του ξεγυμνώνοντας το στήθος του. Άγγιξε με το στιλέτο την περιοχή κάτω από αυτό ακριβώς πριν της ξαναμιλήσει. «Από εδώ και πέρα, οι δυο μας θα είμαστε ενωμένοι για πάντα, αφού θα έχουμε ο ένας λίγο από το αίμα του άλλου. Δε θέλω να σε πονέσω πριγκίπισσα, αλλά»... «Αυτός θα είναι ο πιο γλυκός πόνος που υπάρχει Έριλ, και η ένωση μας θα σφραγιστεί με τρόπο πολύ καλύτερο από αυτό ενός δαχτυλιδιού, για αυτό μη διστάζεις καθόλου, γιατί πολύ το φοβάμαι πως οι φρουροί σε λίγο θα ξεχυθούν έξω». Κι έτσι, ο νεαρός ιππότης, χάραξε ανεπαίσθητα το στήθος του με το στιλέτο, έτσι που βγήκε μια σταγόνα αίμα. «Βλέπεις; Έχει κι αυτή το χρώμα του ρουμπινιού». Η πριγκίπισσα κούνησε το κεφάλι της. «Ναι, κι έχει και το χρώμα των μαλλιών μου». Ο Έριλ συμφώνησε. Κι ύστερα, εκείνη χωρίς καμία συστολή τράβηξε από πάνω της και τα δικά της ρούχα, έτσι που φάνηκε το μικρό στητό της στήθος. Τα μάτια του ιππότη άστραψαν μα δεν τόλμησε να το αγγίξει. «Ο Γκαλαντρέν δεν το έχει δει ποτέ, έλα, δεν έχουμε χρόνο». Ο Έριλ σχημάτισε έναν μικρό κύκλο με το δάχτυλο του στο σημείο αυτό, και μετά, με τη μεγαλύτερη φροντίδα του κόσμου, έκανε εκεί μια μικροσκοπική τρυπίτσα, για να στάξει μια και μόνη σταγόνα αίμα. Όταν έγινε κι αυτό, ένωσε τις δυο σταγόνες, και έφτιαξε πάλι με τα χέρια του, ένα αόρατο για όλους τους υπόλοιπους δαχτυλίδι, κάτω ακριβώς από το στήθος της πριγκίπισσας. «Είναι υπέροχο, δεν είναι»; Η πριγκίπισσα είχε βουρκώσει. «Ναι Έριλ, τώρα πια θα ξέρεις πως θα σε αγαπάω για πάντα». Η Ολίνα άπλωσε το χέρι της φτιάχνοντας κι εκείνη πάνω στη γυμνή του σάρκα ένα παρόμοιο δαχτυλίδι. «Ορκίζομαι στο σπαθί μου πως δε θα ησυχάσω αν δε σε κάνω γυναίκα μου μια μέρα». Το βουητό από μακριά τους έδωσε να καταλάβουν με πικρό και τελεσίδικο τρόπο πως η κλεψύδρα του χρόνου είχε σωθεί για άλλη μια φορά. Η πριγκίπισσα έκλαψε καθώς έστρωνε και πάλι κανονικά τα υφάσματα πάνω της. «Μην κλαις, όλα αυτά θα τελειώσουν κάποτε». «Φύγε Έριλ, αν κάποιος από τους άνδρες του βασιλιά ή του Γκαλαντρέν σε δει κοντά μου, θα τρέξει να το πει και»... «Μη νοιάζεσαι για εμένα, αν με θυμάσαι πάντα, τότε θα έρχομαι να σε βλέπω όποτε μπορώ, εδώ θα είμαι πριγκίπισσα, δικός σου για πάντα». Η κλαγγή του ατσαλιού και του σίδερου ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσαν μαζί για εκείνη τη νύχτα. Αμέσως μετά, η Ολίνα ξεγλίστρησε από τους θάμνους κι επέστρεψε στη θέση της δίπλα στη λίμνη, ενώ εκείνος εξαφανιζόταν μέσα σε μια στιγμή, σαν να ήταν ο καλύτερος φίλος του ανέμου, από τον οποίο είχε μάθει το μυστικό να χάνεται και να έρχεται όποτε το ήθελε.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα