11

741 97 12
                                    

Τόσο το κάψιμο όσο και το βουητό στο κεφάλι της επέστρεψαν με δριμύτητα από τη στιγμή που κάθισε στη θέση του συνοδηγού μέσα στο αυτοκίνητο του. Τούτη τη φορά όμως δεν πανικοβλήθηκε αφού ήταν προετοιμασμένη. Το μόνο που έκανε ήταν να του ρίξει μια απολογητική ματιά, και να αφήσει τη μυρωδιά από την ιταλική του κολόνια να μπει στα ρουθούνια της. Το πρώτο συναίσθημα που βίωσε τότε, ήταν η δική του τρομακτική προσήλωση στο στόχο της διαλεύκανσης των δολοφονιών αυτών, η οποία ήταν κοινή και στους δυο. Μα υπήρχε ακόμη και μια παράξενη θλίψη, και μια μοναξιά που επεκτεινόταν πέρα από τη σωματική παρουσία. Η φωνή του την έκανε να συνέλθει και να τα αφήσει όλα αυτά στην άκρη: «Πώς ήταν η μέρα σου Έλλη»; «Κουραστική, και πολύ γεμάτη, αν και το ένα ραντεβού μου δεν εμφανίστηκε. Της τηλεφώνησα της κοπέλας μα δεν απάντησε, εύχομαι κι ελπίζω να είναι καλά. Για τις φωτογραφίες σε ευχαριστώ, μπορεί να μην είμαι καθόλου ειδική στα θέματα αυτά, νομίζω όμως πως τις αξιοποίησα πλήρως, διότι με τη βοήθεια τους και με τα λίγα που κατάλαβα σαν αδαής, τα πιο πολλά μου συμπεράσματα επιβεβαιώθηκαν». «Χαίρομαι, θα περιμένω να τα ακούσω». Ο Άγγελος αφοσιώθηκε στις οδηγίες του gps που το είχε ενεργοποιήσει στο κινητό του για να φτάσουν ευκολότερα στο σπίτι της Ειρήνης στην Κηφισιά. «Πήγα κι άφησα το κουτί στη σήμανση, εκεί γνώρισα και τον Λίνο Μανωλίδη, τον οποίο και θα συναντήσουμε σε λίγο». Η Έλλη κούνησε το κεφάλι συνειδητοποιώντας πόσο απόμακρη είχε γίνει η φωνή του. «Πολύ ωραία, εσύ; Πώς πέρασες; Και τι άλλο έκανες; Αλήθεια έχεις φάει»; «Μπα όχι ακόμη, σε περίμενα. Η αλήθεια είναι πως ήρθα σε επαφή με κάποιους ανθρώπους που θα βοηθήσουν στην έρευνα. Έχω καταλήξει κι εγώ σε ορισμένα συμπεράσματα Έλλη, για τα οποία θα σας μιλήσω σε λίγο που θα πάμε στο γραφείο του Πέτρου». «Μακάρι να συγκλίνουν με τα δικά μου, θα μου άρεσε αυτό». «Κι εμένα το ίδιο». Άφησαν την υπόλοιπη διαδρομή να κυλήσει μέσα στη σιωπή, επειδή δεν ήθελαν να πουν περισσότερα εκείνη την ώρα, ίσως για να προετοιμαστούν καλύτερα για αυτό που ερχόταν. Κάποτε έφτασαν. Η προστατευτική ταινία που περιέκλειε την περιοχή δεν είχε αφαιρεθεί ακόμη, αλλά ένας άνθρωπος που στεκόταν έξω από ένα υπηρεσιακό όχημα της αστυνομίας, τους κούνησε φιλικά το χέρι μόλις τους είδε να φτάνουν. «Αυτός είναι Έλλη, εδώ είμαστε». Η γυναίκα συγκατένευσε. Άνοιξε την τσάντα της, πήρε από μέσα το κινητό της και το έβαλε στην τσέπη του παλτού της. Ήταν βαριά και δεν ήθελε να την πάρει μαζί της. Βγήκε μαζί του έξω κι εκείνος τη σύστησε στον Λίνο που της έσφιξε πρόσχαρα το χέρι δίνοντας της κι ένα ζευγάρι γάντια. «Εσύ θα πρέπει να είσαι η Έλλη Αυγέρη, χαίρω πολύ. Μόλις φύγουμε όλοι μαζί από εδώ, θα πιάσω δουλειά με το πεσκέσι που έλαβες χθες». «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Λίνο, κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω. Αυτός ποιος είναι»; Ένας άνδρας που είχε μόλις πατήσει τα τριάντα ήρθε να προστεθεί στη μικρή τους ομάδα. Ήταν ντυμένος με τζιν και μπουφάν απλό φουσκωτό, και ήταν φανερό πως δεν είχε κοιμηθεί για μέρες τώρα. «Καλησπέρα, ευχαριστώ που είστε εδώ, είμαι ο Δημοσθένης Νάγιας, ο αδερφός της Ειρήνης». Κοιτάχτηκαν κι ύστερα έδωσαν τα χέρια. «Τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια, δεν υπάρχουν λόγια, μα να ξέρεις πως θα γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια να βρεθεί και να πιαστεί αυτός που της το έκανε αυτό». Εκείνος έγνεψε με θλίψη. «Είναι το μόνο που θέλω και για εκείνη, και για τους γονείς μου». «Πότε θα γίνει η κηδεία»; «Αύριο το μεσημέρι, σε στενό οικογενειακό κύκλο, μα τι λέτε; Να ανέβουμε πάνω»; Ο Άγγελος άρχισε να περπατάει πρώτος και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Στο ασανσέρ μπήκε μόνο αυτός με την Έλλη, της οποίας τα συμπτώματα χειροτέρεψαν, προφανώς εξαιτίας του τόσο μικρού χώρου. Συγκρατήθηκε όμως και δεν του φανέρωσε τίποτα, μόνο τον κοίταξε στα κλεφτά. «Ναι Έλλη, κι εγώ νιώθω πολύ περίεργα, μα θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά για αυτό, ακούγοντας Μπαχ, τότε θα γίνει το δικό μου το χατίρι». Ήταν φανταστικό που μάντεψε τις σκέψεις της που είχαν παραμείνει ανείπωτες, μα ακόμη πιο ωραίο που πάσχισε να ελαφρύνει αυτό που τους συνέβαινε. Βγήκαν και περίμεναν τους άλλους δυο να ανέβουν. Το σπίτι ήταν στον τρίτο όροφο μιας ολοκαίνουριας πολυκατοικίας. Την πόρτα την άνοιξε ο Λίνος αφού πήρε το κλειδί από τον αδερφό της Ειρήνης. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησε η Έλλη το πόδι της εκεί μέσα, πίστεψε πως βρισκόταν στο δικό της σπίτι. Όχι πως υπήρχε η οποιαδήποτε συνάφεια στη διακόσμηση και στα έπιπλα, αλλά τα πάντα που έβλεπε μπροστά της, θα μπορούσε να τα είχε επιλέξει εκείνη αν επέτρεπε στον εαυτό της να ρίξει κάστρα και να απολαύσει περισσότερο τη ζωή. Όλα στο σπίτι της Ειρήνης έμοιαζαν βγαλμένα από ταινία της Disney ή από τα καλύτερα και πιο γνωστά κινούμενα σχέδια. Και η εντύπωση αυτή που δεν ήταν βέβαια δική της μόνο, θα μεγεθυνόταν σταδιακά, όπως δηλαδή θα περνούσαν και στα υπόλοιπα δωμάτια. Το σπίτι ολόκληρο ήταν βαμμένο στο πιο κοριτσίστικο ροζ χρώμα που θα μπορούσε να βρεθεί, ενώ κι όλα τα μικρά αντικείμενα όπου αυτό ήταν δυνατό, ήταν καλυμμένα με ένα σωρό χαρούμενα αυτοκόλλητα. Ο Λίνος είχε μόλις αρχίσει να μιλάει: «Έχω βρεθεί σε αρκετούς χώρους εγκλήματος αλλά κανείς δεν απέπνεε τη ζωντάνια και τη χαρά αυτού εδώ, όσο οξύμωρο κι αν ακουστεί αυτό που λέω. Επρόκειτο για μια γυναίκα που δε δίσταζε να διαμορφώσει τη ζωή σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της, έτσι δεν είναι Δημοσθένη»; Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην κουζίνα. Τα έπιπλα αν και μεγάλα, έδειχναν κουκλίστικα, χαριτωμένα, αναδίδοντας σχεδόν παιδικότητα. «Ναι, η Ειρήνη δε μεγάλωσε ποτέ. Μπορεί να σπούδασε ψυχολογία λέγοντας πως ήθελε πολύ να ασχοληθεί με τους ανθρώπους για να τους καταλάβει καλύτερα, η δική της όμως ψυχή ήταν αγνή. Την προσέλκυαν όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που αρέσουν και στις νεαρές κοπέλες, δεν ήταν ανώριμη όμως... Έπαιζε παιχνίδια στον υπολογιστή, κι εκεί τη βρήκε το κάθαρμα αλλά κι αυτά δεν ήταν βίαια». «Αλήθεια, ποιο ήταν το παιχνίδι που έπαιζε τελευταία»; Ήταν ο Άγγελος που είχε ρωτήσει, ενώ η Έλλη που δεν έχανε λέξη, έριχνε σύντομες ματιές στο ψυγείο και στα ντουλάπια. Η κοπέλα τρεφόταν επίσης με τις αγαπημένες λιχουδιές των παιδιών. «Πάμε στο δωμάτιο της, μου φαίνεται πως αν υπάρχει κάτι που θα σας ενδιαφέρει θα είναι εκεί. Λεγόταν the little princess and the knight of spells". Ο Άγγελος την κοίταξε κι εκείνη που έπιασε το μήνυμα που ήθελε να της περάσει έγνεψε αδιόρατα. Θα τα έλεγαν όλα στο γραφείο του Πέτρου. Το δωμάτιο της κοπέλας ήταν σχεδόν παραδεισένιο, η φαντασίωση κάθε κοπέλας που είχε μεγαλώσει παρέα με τις κούκλες. Υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη προς την οποία πήγε κατευθείαν η Έλλη, ένα ωραίο γραφείο χωρίς ίχνος σκόνης, ένας ακόμη υπολογιστής επιτραπέζιος τώρα, ένα κλιματιστικό, κι ένα καλό σχετικά ηχοσύστημα. Οι τοίχοι είχαν αφίσες γνωστών καλλιτεχνών και μορφών κάποιες από τις οποίες δεν είχαν υπάρξει παρά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας αυτών που τις έπλασαν, όπως για παράδειγμα αυτή της Ραπουνζέλ. Τα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν φορτωμένα με πάρα πολλά βιβλία, τα μισά από τα οποία περίπου ή και λίγα παραπάνω, αποτελούσαν επιστημονικά συγγράμματα και δοκίμια πολύ εξειδικευμένα πάνω στην ψυχολογία. Η Έλλη κοίταξε όσο πιο πολλούς τίτλους μπορούσε. Κάποια βιβλία τα είχε κι εκείνη, κάποια άλλα όχι. Η Ειρήνη είχε ειδικευθεί στην κλινική ψυχολογία και τα βιβλία ήταν γραμμένα άλλα στα ελληνικά κι άλλα στα αγγλικά. Όσο για αυτά που περίσσευαν, αποτελούσαν ακριβές συλλογές παραμυθιών από όλο τον κόσμο, καθώς και βιογραφίες άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών. Τώρα ήταν εκείνη που κοίταξε πλάγια τον Άγγελο, ο οποίος είχε όλη του την προσοχή στραμμένη στα εκατό τουλάχιστον cd που ήταν τακτικά βαλμένα σε στοίβες. Τον πλησίασε και η Έλλη, είδε εκεί τις πιο σημαντικότερες όπερες, καθώς κι άλλα άλμπουμ με μουσική που σε καμία περίπτωση δεν ήταν κλασική. «Ναι, της άρεσε να ακούει τα βράδια ή νωρίς το πρωί. Μου έβαζε κι εμένα όποτε της δινόταν η ευκαιρία αλλά για να είμαι ειλικρινής, τίποτα δεν καταλάβαινα... Όχι πως ήξερε καθόλου μουσική κι εκείνη, μα μου έλεγε πως χωρίς αυτή ο κόσμος θα ήταν κατά πολύ χειρότερος». Η Έλλη κι ο Άγγελος συμφώνησαν μα άγγιξαν ταυτοχρόνως ένα διπλό cd που περιείχε ολόκληρο τον μαγικό αυλό του Μότσαρντ. Έκαναν ένα βήμα πίσω. Έπρεπε να μιλήσουν πολύ σοβαρά με τον Πέτρο. Κάπως έτσι ήταν και οι υπόλοιποι χώροι που εξερεύνησαν, με τη δεύτερη κρεβατοκάμαρα να περιέχει λιγότερα έπιπλα και σχεδόν καθόλου cd και βιβλία. Πριν φύγουν, η Έλλη ζήτησε συγγνώμη κι επέστρεψε στο δωμάτιο της κοπέλας νιώθοντας άσχημα, μα ήθελε να δει... Άνοιξε ντουλάπες και κομοδίνο και κοίταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καλλυντικά της. Ήταν ωραία κι αυτά. Προσπάθησε να τα σκεφτεί σαν μέρος της δικής της εικόνας και καθημερινότητας μα δε μπόρεσε. Έπειτα, ρώτησε τον Δημοσθένη αν θα μπορούσε να τους δείξει τα κοσμήματα της Ειρήνης, πράγμα που δέχτηκε να κάνει πρόθυμα, αφού γνώριζε τα πάντα για αυτό που έλειπε. Η Έλλη απογοητεύτηκε μα κι ενθουσιάστηκε μαζί όταν διαπίστωσε πως στην απλή της κοσμηματοθήκη τα πάντα ήταν πολύ φτηνά μπιχλιμπίδια, καλοφτιαγμένα αναμφίβολα, μα με ελάχιστη οικονομική αξία. «Ναι δεν είμαστε πλούσιοι, και τα χρήματα για το ρουμπίνι που της πήρε δε μαζεύτηκαν εύκολα»... «Ούτε κι εγώ διαθέτω τέτοια πράγματα, κι αυτά εδώ είναι ό,τι έπρεπε για την αδερφή σου αν μπόρεσα να την καταλάβω καλά την προσωπικότητα της». Μίλησαν για λίγη ώρα ακόμη, αλλά σύντομα έγινε κατανοητό και για τους δυο πως δεν είχαν κάτι άλλο να δουν εκεί μέσα. Κι επιπλέον ένιωσαν κι ας μη μπορούσαν να το πουν ο ένας στον άλλο, πως ο πόνος του Δημοσθένη γινόταν ακόμη πιο έντονος με την παρατεταμένη τους παραμονή εκεί. Γιατί μπορεί να ήξερε πως για να βοηθήσουν είχαν έρθει, δεν έπαυαν όμως να σκαλίζουν τη ζωή της αδερφής του, μια ζωή που της την είχαν κλέψει άδικα κι αναίτια. Την πρωτοβουλία για την αναχώρηση τους την πήρε ο Άγγελος αφού πήρε την έγκριση της με τα μάτια. «Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ και τους δυο. Δημοσθένη θέλω να σου εκφράσω ξανά τα συλλυπητήρια μου, και να σου πω πως δε θα βρω ησυχία αν δεν τον κάνω να πληρώσει, κι ας είναι βαρύ αυτό που λέω. Θέλω να σε δω ξανά σε καλύτερες συνθήκες». Του έδωσε το χέρι κοιτώντας τον στα μάτια με απίστευτη σταθερότητα, και μετά το ίδιο έκανε και η Έλλη που συμμεριζόταν απολύτως αυτά που τον άκουσε να λέει.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα