22

607 84 4
                                    

Για την Κλέλια η τελευταία μέρα αποδείχθηκε εφιαλτική. Κάλεσε αμέσως τον γιατρό της Αλίκης κι εκείνος έφτασε στο ξενοδοχείο μέσα σε τρία τέταρτα της ώρας. Εκείνη στο μεταξύ, προσπαθούσε να τη φροντίσει όσο καλύτερα μπορούσε με τη βοήθεια τόσο του Σταμάτη, όσο και της κοπέλας που δούλευε κοντά της εδώ και κάμποσα χρόνια. Η Αλίκη έδειχνε τόσο άρρωστη ξαφνικά που η Κλέλια δε μπορούσε να το πιστέψει. Το βράδυ της παρασκευής ήταν εντάξει, έλαμπε και χαμογελούσε καθώς της έδινε επίσημα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου καθώς και τις μετοχές της εταιρείας της. Κι όλο το σαββατοκύριακο επίσης ήταν καλά, λίγο κουρασμένη αλλά καλά, κατάστρωνε σχέδια με την Κλέλια κι όχι μόνο για τη δουλειά και τις νέες επενδύσεις. Έλεγαν να επισκεφθούν πάλι την Ιταλία για να ράψουν καινούρια φορέματα μα και για να συναναστραφούν με καλούς φίλους. Είχε ανοίξει στο Μιλάνο ένα ξενοδοχείο το οποίο είχε από την αρχή γίνει στέκι καλλιτεχνών, και η Αλίκη ονειρευόταν να μετατρέψει σε κάτι τέτοιο και το Μαύρο μαργαριτάρι. Και για αυτό τον λόγο ακριβώς είχε προσπαθήσει μέσα στα χρόνια αυτά να συγκεντρώσει σε αυτό την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας. Από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του ο γιατρός της Αλίκης στην κρεβατοκάμαρα, η Κλέλια κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κι αυτό το συμπέρανε από πολλά στοιχεία της συμπεριφοράς του. Πρώτα από όλα εκείνος δεν έδειξε καθόλου ξαφνιασμένος από την κατάσταση στην οποία ήταν η Αλίκη, κι έπειτα, παρακάλεσε ευγενικά τον Σταμάτη να καλέσει ένα ασθενοφόρο για να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο, πριν γονατίσει μπροστά της για να τη θερμομετρήσει αλλά και για να της πάρει τον σφυγμό. Η Κλέλια που τον παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή, τον παρακάλεσε να της πει τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά εκείνος θέλησε να την καθησυχάσει εξηγώντας της πως θα τα κουβέντιαζαν όλα στο νοσοκομείο. Και πράγματι, το ασθενοφόρο δεν άργησε να έρθει και εκείνος μόλις βεβαιώθηκε πως το παραιατρικό προσωπικό είχε τακτοποιήσει την Αλίκη όπως έπρεπε, τους ακολούθησε με το δικό του αμάξι, όπως άλλωστε έκανε και η Κλέλια. Στο νοσοκομείο πέρασε πολλές ώρες ολομόναχη, με την εξαίρεση ίσως της παρέας του Σταμάτη, καθισμένη στο σαλόνι της αναμονής. Δεν ένιωθε απλά λυπημένη, αλλά και ιδιαίτερα ανήσυχη κι εμφανώς μπερδεμένη. Ποτέ δεν της περνούσε από το μυαλό πως αντιμετώπιζε η Αλίκη κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, για την ύπαρξη του οποίου καθόλου δεν αμφέβαλλε τώρα. Τελικά το ίδιο βράδυ ήρθε και τη φώναξε ένας άλλος γιατρός που της φάνηκε φιλικός. Την παρακάλεσε να τον ακολουθήσει στο γραφείο του κι αυτό κι έκανε. Εκεί, τους περίμενε κι ο δικός τους γιατρός. Με ψυχραιμία, και οι δυο μαζί, της είπαν πως η Αλίκη είχε διαγνωστεί πριν από λίγο καιρό με όγκο στο κεφάλι, ο οποίος και δεν ήταν καλοήθης. Η κοπέλα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, και χρειάστηκε να στηριχτεί στη ράχη της πιο κοντινής της καρέκλας για να μη σωριαστεί. Όλα γύριζαν, και πιο πολύ το μυαλό της. Τι ήταν αυτά που της έλεγαν; Το γνώριζε η Αλίκη; Η απάντηση που πήρε όταν τους έκανε αυτή την ερώτηση ήταν καταφατική. Ξαφνικά κατάλαβε γιατί εκείνη βιαζόταν τόσο να της δώσει τα ηνία. Δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει λέγοντας της την αλήθεια, αλλά δεν ήθελε και να την κάνει να βουτήξει σε παγωμένο νερό από τη μια στιγμή στην άλλη. Τραυλίζοντας τους ρώτησε πόσος καιρός της απέμενε κι αν θα μπορούσε η Αλίκη να υποβληθεί σε κάποια θεραπεία ή να κάνει χειρουργείο. Της είπαν πως ήταν αδύνατο να αφαιρεθεί ο όγκος τόσο απλά, και πως εκείνη είχε αρνηθεί να δοκιμάσει όσες θεραπείες της πρότειναν. Της έδιναν άλλους έξι μήνες ζωής στην καλύτερη περίπτωση. Η Κλέλια ήθελε να βάλει τις φωνές αλλά επειδή είχε μεγαλώσει ελέγχοντας τα συναισθήματα της συγκρατήθηκε, και προσπάθησε να μάθει όσα περισσότερα πράγματα μπορούσε για την Αλίκη. Κοιμόταν της είπαν, αλλά έχανε τις αισθήσεις της πολύ συχνά. Οπωσδήποτε θα παρέμενε στο νοσοκομείο έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, μα και η Κλέλια ακριβώς αυτό ήθελε να γίνει. Τους ζήτησε να την κρατάνε ενήμερη για ο,τιδήποτε, κι ύστερα βγήκε παραπατώντας από το γραφείο. Όσους αγαπούσε τους έχανε, τους γονείς της, τον Άγγελο, και τώρα την Αλίκη, σύντομα δε θα της απέμενε κανείς. Ο Σταμάτης την κοιτούσε με θλίψη, ήταν κι αυτός ανήμπορος να βοηθήσει, μόνο καφέ της πρόσφερε, που τον δέχτηκε. Μέσα σε μια ώρα συνειδητοποίησε πως ποτέ δε θα ήταν ίδια η ζωή της, και πως το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να βαδίσει στα χνάρια της Αλίκης. Θα τη φρόντιζε ως το τέλος... Ζήτησε από τον Σταμάτη να μείνει κοντά της για λίγο για να μπορέσει εκείνη να φύγει. Αποφάσισε πως δε θα περνούσε άλλο βράδυ στο Μαύρο μαργαριτάρι. Τηλεφώνησε στο σπίτι και ζήτησε από την κοπέλα που το φρόντιζε να ετοιμάσει το δωμάτιο της. Μετά, βγήκε έξω κι άρχισε να ψάχνει στην τσάντα της για τα κλειδιά της. Θα πήγαινε στο ξενοδοχείο για λίγο μόνο, απλά για να μαζέψει τα πράγματα της. Σε καμιά περίπτωση δε θα ρίσκαρε να τη δει κάποιος πελάτης ή άνθρωπος του προσωπικού σε αυτά τα χάλια. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα κι ετοιμάστηκε να μπει μέσα, λύγισε όμως κι έβαλε τα κλάματα. Υπήρχε νόημα στο να μεθοδεύσει τα πάντα; Γιατί δεν την άφηναν να περάσει χρόνο στο δωμάτιο της Αλίκης; Της είπαν πως της είχαν δώσει ισχυρά φάρμακα, και πως για τις επόμενες ώρες θα της ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε. «Αλίκη μου, Αλίκη μου, σε στενοχώρησα έτσι όπως κλείστηκα στον εαυτό μου, κι εσύ πίστεψες πως αδιαφόρησα για εσένα μα δεν ήταν έτσι»... «Είστε καλά»; Η ανδρική φωνή την έκανε να τιναχτεί χτυπώντας τον γοφό της στην πόρτα του αυτοκινήτου της. Μπροστά της έστεκε ο άνδρας που την είχε δει να κλαίει έξω από το σπίτι του Άγγελου. «Ναι, είμαι καλά, θέλω να πω, σας θυμάμαι». Εκείνος συγκατένευσε και της πρόσφερε πάλι χαρτομάντιλα. «Κι εγώ σας θυμάμαι και λυπάμαι ειλικρινά που σας βρίσκω πάλι να κλαίτε». Η Κλέλια τα δέχτηκε. «Δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά για εμένα τον τελευταίο καιρό, σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω κάπου; Είμαι ο Γεράσιμος, δε θυμάμαι αν σας είπα το όνομα μου την άλλη φορά». Η Κλέλια του έδωσε το χέρι. «Όχι, χάρηκα πολύ, εγώ είμαι η Κλέλια. Ειλικρινά δε μπορείτε να κάνετε κάτι». «Υποφέρει κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο, έτσι δεν είναι; Εμένα η γυναίκα μου, αρρώστησε πολύ πρόσφατα». Η Κλέλια συγκατένευσε, τελικά ο πόνος ήταν ο ίδιος για όλους. Μα πώς νόμιζε πως εκείνος ο άνθρωπος ήταν μόνος; Τι αυθαίρετο συμπέρασμα ήταν κι αυτό... «Ναι, ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο δεν είναι καθόλου καλά, τέλος πάντων, εύχομαι τα καλύτερα για τη γυναίκα σας». «Σας ευχαριστώ κι εγώ μα φοβάμαι πως δε μπορεί να γίνει τίποτα πια». Η Κλέλια έπιασε το χερούλι της πόρτας και το έσφιξε. Δεν της έφταιγε σε τίποτα ο άνθρωπος αλλά δεν ήταν σε θέση να ακούσει κι άλλα δυσάρεστα πράγματα εκείνη τη στιγμή. «Όπως κι αν έχει, καλύτερα να μη χάνετε την ελπίδα σας, όπως δε θα τη χάσω κι εγώ. Και τώρα θα μου επιτρέψετε, πρέπει να φύγω». «Φυσικά, έτσι να κάνετε, έχετε δίκιο. Ίσως τα ξαναπούμε». Ο άνδρας παραμέρισε κι εκείνη κάθισε κανονικά στη θέση του οδηγού. Έβαλε μπροστά τη μηχανή κουνώντας του το χέρι. Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο πια και σε κανέναν. Έφτασε στο ξενοδοχείο και κατάλαβε πως παρά τις προσεκτικές κινήσεις που είχε κάνει, τα νέα για την ασθένεια της Αλίκης είχαν μαθευτεί. Όλοι όμως ήταν πολύ διακριτικοί και δεν την ενόχλησαν με περιττές ερωτήσεις, αν και βέβαια ήθελαν να μάθουν κάτι για την κυρία Βρανά. Όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, η Κλέλια ανέβηκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για τις λίγες εβδομάδες αυτές, κι άρχισε να βάζει όλα της τα πράγματα μέσα σε μια βαλίτσα, Στον πάτο έβαλε και τις κάρτες που είχε λάβει χωρίς ωστόσο να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Ετοιμαζόταν να την κλείσει για να πει σε κάποιον να τη φορτώσει στο αυτοκίνητο της, αλλά τότε, είδε πως πάνω στο κομοδίνο της την περίμενε ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο σε ακριβό χαρτί. Το πήρε εκνευρισμένη που δεν έλεγε να βρει ησυχία πουθενά, και το ξετύλιξε. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Κρατούσε ένα ωραίο γυναικείο ρολόι που ήταν βαλμένο σε ένα λεπτό μπρασελέ. Ήταν αρκετά μικρό από αυτά που της άρεσε να φοράει. Έριξε μια ματιά στην ώρα και είδε πως ήταν λάθος ρυθμισμένη αφού οι δείκτες έδειχναν τέσσερις το πρωί. Το στριφογύρισε για λίγο ακόμη, νιώθοντας σίγουρη πως της το είχε στείλει ο ίδιος άνθρωπος που τις είχε δώσει και τις κάρτες. Χαμογέλασε, είδε στο μέσα μέρος έναν μικροσκοπικό λευκό άγγελο. Ήταν ωραίο κόσμημα αλλά δεν το χρειαζόταν... Το έβαλε πάλι στο κουτάκι του και το έχωσε κάτω από τις κάρτες. Μετά, αναστέναξε κι έκλεισε τη βαλίτσα της. Δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με όλα αυτά, είχε άλλα βάσανα, πολύ μεγαλύτερα και πιο επιτακτικά...

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα