26

530 90 11
                                    

Η κοπέλα αναδεύτηκε κι άνοιξε τα μάτια της. Για λίγες στιγμές έμεινε ασάλευτη, θέλοντας να καταλάβει το που βρισκόταν. Τη γλώσσα στο στόμα της την ένιωθε παχιά, και τη γεύση της παράξενα μεταλλική. Της ήταν αδύνατο να κουνήσει τους μύες του προσώπου της, κι όταν δοκίμασε να μιλήσει, δε βγήκε από τα χείλη της ο παραμικρός ήχος. Κι αυτά όλα την τρόμαξαν τόσο, που βουβάθηκε πάλι κι έκλεισε τα μάτια της, ή τουλάχιστον επιχείρησε να το κάνει. Κατάλαβε πως το κεφάλι της την πονούσε πολύ, αλλά την ίδια στιγμή ήταν σαν να είχε ξεκολλήσει από τον λαιμό της. Πού ήταν; Πάλεψε να πνίξει το κύμα της ταραχής που πυργωνόταν κι έφερε στη μνήμη της όλα τα συμβάντα των προηγούμενων ωρών. Κι αλήθεια, τώρα τι ώρα να ήταν; Και τι μέρα; Ένα παράξενο κάλυμμα ήταν σαν να της περιέκλειε το κεφάλι και το πρόσωπο αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Ναι, τώρα άρχιζε να θυμάται μερικά πράγματα... Είχε συναντηθεί με τον Άγγελο στο σπίτι της, και είχε μιλήσει μαζί του για την Αλίκη... Αυτός μάλιστα την είχε κατηγορήσει με έμμεσο τρόπο για το γεγονός πως δεν είχε πάρει τίποτα είδηση για την Αλίκη, κι αυτό την είχε πληγώσει... Μετά, της τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο, κι είχε φύγει για να πάει να τη δει... Βέβαια, θυμόταν το χέρι της μέσα στο δικό της με σαφήνεια... Την είχε παρακαλέσει να μην αφήσει να πάνε χαμένοι οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής και της είχε δώσει τον λόγο της πως θα έκανε το καλύτερο δυνατό. Μετά, την Αλίκη την είχε πάρει ο ύπνος και η Κλέλια είχε μπει στην τουαλέτα, κι από εκεί έστειλε ένα μεγάλο μήνυμα στον Άγγελο. Και μετά είχε φύγει, κι όταν κόντευε να φτάσει στο αυτοκίνητο της, είδε πεσμένο κάτω τον Γεράσιμο να κλαίει και προσφέρθηκε να τον πάει στο σπίτι του με το αυτοκίνητο της. Ρίγος τη διέτρεξε, από εκεί και πέρα τι είχε συμβεί; Άνοιξε και τέντωσε τα ρουθούνια της, η αίσθηση της όσφρησης είχε επιστρέψει, τι ήταν όλες αυτές οι μυρωδιές; Μπογιά ήταν αυτή; Πολύ βαριά μύριζε... Κι αυτό πάλι τι ήταν; Αντισηπτικό... Δοκίμασε να σηκώσει το δεξί της χέρι για να το φέρει ως το πρόσωπο της μα δεν έγινε τίποτα, κι ο πανικός επανήλθε με δριμύτητα. Την είχε δέσει κάποιος; Και πού ήταν; Δεν έβλεπε τίποτα, μόνο σκοτάδι... Αλλά τα μάτια της ήταν ανοιχτά... «Ξύπνησες βλέπω, αυτό δεν είναι καλό για εσένα»... Η ανδρική αυτή φωνή που είχε μόλις ακούσει της ήταν άγνωστη. Είχαν αρχίσει να κάνουν μια διαδρομή προς το σπίτι του μα για κάποιο λόγο είχαν καταλήξει στο δικό της... Ναι αλλά πώς και γιατί; Και γιατί είχε ανοίξει την κοσμηματοθήκη της; Όλα της τα κοσμήματα ήταν σκορπισμένα πάνω στο κρεβάτι της... Μήπως ήθελε να διαλέξει ένα για να το χαρίσει εκείνος στη γυναίκα του όταν θα συνερχόταν; Ένιωσε κάτι κρύο και γυαλιστερό στο πρόσωπο της κι αηδίασε, όμως προφανώς κάποιος της είχε αφαιρέσει το ύφασμα από το μέτωπο της γιατί ξάφνου άρχισε και πάλι να βλέπει. Πόνεσαν τα μάτια της από το απότομο φως. Κοίταξε τον χώρο τριγύρω. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, και γεμάτο με διάφορα έπιπλα όπως συρταριέρες και κομοδίνα... Η ίδια ήταν ξαπλωμένη σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και ήταν σκεπασμένη με ένα σεντόνι, όχι δεν επρόκειτο για ένα απλό σεντόνι, ετούτο εδώ ήταν πολύ πλούσια διακοσμημένο, με ένα σωρό χάντρες σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν στα νυφικά κρεβάτια... Ανατρίχιασε. Προσπάθησε πάλι να μιλήσει κι αυτή τη φορά τα κατάφερε. «Πού είμαι; Κι εσύ ποιος είσαι; Ο Γεράσιμος μήπως»; Ο άνδρας γέλασε κι άνοιξε ένα στρογγυλό γυάλινο κουτάκι από το οποίο κι έβγαλε δυο μπλε χάπια. Τα έριξε σε ένα πλαστικό ποτήρι που ήταν γεμάτο με νερό μέχρι τη μέση περίπου. Ο ήχος του βρασμού της φάνηκε εκκωφαντικός. «Όχι Κλέλια, δεν είμαι ο Γεράσιμος, δεν υπάρχει ο Γεράσιμος». Ναι, η φωνή αυτή δεν ήταν η δική του. Ήθελε να τον δει κι εκείνος στράφηκε προς το μέρος της για να τη διευκολύνει. Είδε ένα ουδέτερο πρόσωπο με μακριά γενειάδα και ένα κεφάλι επίσης με μακριά καστανά μαλλιά... Δεν ήταν δικά του όχι... «Φοράς περούκα, ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμένα»; «Τίποτα δε θα ήθελα ποτέ από εσένα Κλέλια, δεν ανήκεις στις εκλεκτές, ένα λάθος έκανες όλο κι όλο στη ζωή σου, που δυστυχώς για εσένα όμως, θα αποδειχθεί καθοριστικό, μοιραίο για να είμαι ειλικρινής. Αγάπησες τον Άγγελο Βρανά, ή μάλλον τον Άγγελο Ρολάνδο... Τι γελοία επιλογή για επίθετο, δεν ακούγεται εντελώς σαχλό»; Ο άνδρας πλησίασε στο κρεβάτι και με μια απαλή κίνηση, απομάκρυνε το υπέροχο σκέπασμα της. Εκείνη κοίταξε ασυναίσθητα το σώμα της και μετά ούρλιαξε, ή τουλάχιστον έτσι νόμισε. Ήταν εντελώς γυμνή. «Με έγδυσες, ποιος είσαι; Και τι δουλειά έχεις εσύ με τον Άγγελο; Άφησε με να φύγω». Τα χέρια του άνδρα διέτρεξαν την περιοχή ανάμεσα στο στέρνο και το επίπεδο στομάχι της κάνοντας τα δάκρυα να ξεχυθούν από τα μάτια της. «Σε έχει αγγίξει ποτέ κανείς εκεί»; «Όχι, κανείς». «Αυτό θα κάνει τη δουλειά μου δυσκολότερη, σου υπόσχομαι όμως να σου φερθώ με σεβασμό και προσοχή». Τα δάχτυλα με τα λαστιχένια γάντια έκαναν έναν μικρό πειραματικό κύκλο στον αφαλό της. «Τι θα μου κάνεις; Και ποιος είσαι»; «Η απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση είναι απλή, θα σε βοηθήσω να βιώσεις πράγματα που δε σου περνούσαν ποτέ από το νου, όσο για τη δεύτερη... Απέκτησα τουλάχιστον δέκα ονόματα αν μπορώ να τα μετρήσω σωστά, βέβαια, η μνήμη μου είναι εξαιρετική, αλλά μπορεί να μου έχει ξεφύγει και κανένα. Δεν έπρεπε να είσαι τόσο ευαίσθητη κι ευκολόπιστη, αν ήσουν λίγο πιο υποψιασμένη, τώρα θα βρισκόσουν στο σπίτι σου να χαίρεσαι τα πλούτη που θα γίνονταν πολύ σύντομα δικά σου, καθώς και την αγάπη με κάποιον άλλον αφού ο Άγγελος δε σε καταδέχεται. Τελικά ναι, είναι φανερό πως προτιμάει τις κοκκινομάλλες αλλά θα δει»... «Τι είπες; Για ποιες κοκκινομάλλες μιλάς»; Ο άνδρας την άφησε και πήγε να πάρει στα χέρια του το ποτήρι με το φάρμακο που ήταν πια έτοιμο. Μετά, γονάτισε μπροστά της με εκπληκτική ευελιξία κι έπιασε το πρόσωπο της με το ένα του χέρι. «Πού νομίζεις πως περνάει τα τελευταία βράδια; Έλα, άνοιξε το στόμα σου, αυτό που θα σου δώσω θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις. Αν δεν το πάρεις με τη θέληση σου, τότε θα σου φερθώ πολύ διαφορετικά και θα πάψω να σου δίνω και τις πληροφορίες που τόσο σε ενδιαφέρουν». Η Κλέλια έβαλε τα κλάματα. Τα αντανακλαστικά της είχαν ατονήσει επειδή το κτήνος, της είχε χορηγήσει ήδη κάποια δόση ηρεμιστικών προκειμένου να τη μεταφέρει εκεί και να αρχίσει τα πρώτα στάδια της δουλειάς του. Η δική της περίπτωση θα ήταν κατά πολύ διαφορετική από τις τρεις υπόλοιπες μα κι από όσες θα ακολουθούσαν, αλλά και πάλι, θα είχε πολλά να κάνει μαζί της πριν δώσει το ίδιο πάντα τέλος στην πράξη αυτή... «Πιες Κλέλια, μου φέρθηκες καλά, θα σου το ανταποδώσω, πιες και θα σου μιλήσω για την κοκκινομάλλα του Άγγελου. Δεν ξέρω αν έχουν αρχίσει ήδη να κοιμούνται μαζί, μα είναι απλά θέμα χρόνου να το κάνουν. Αν δεν απατώμαι, η δική τους ιστορία που συνδέεται άρρηκτα με τη δική μου, βαστάει πολλούς αιώνες, δε θα μπορούσες να κάνεις τίποτα για να σταματήσεις την πορεία των πραγμάτων». Ούτε που το κατάλαβε το πώς άνοιξε το στόμα της. Το περισσότερο από το υγρό γλίστρησε μέσα στη στοματική της κοιλότητα εύκολα, κι έτσι αναγκάστηκε να το καταπιεί. Μα λίγο, κύλησε στο πηγούνι της, κι ο άνδρας, το σκούπισε με μια μικρή μαλακή πετσέτα. «Μπράβο, έχει τα πλεονεκτήματα του το να είσαι υπάκουη και θα τα μάθεις τώρα. Λοιπόν που λες, η κοκκινομάλλα είναι ψυχολόγος κι ονομάζεται Έλλη Αυγέρη». Πήγε και πέταξε το ποτηράκι σε ένα καλάθι σκουπιδιών που ήταν βαλμένο κοντά στην πόρτα του μεγάλου αυτού δωματίου. Από τη μια, δεν του άρεσε και τόσο που ήταν υποχρεωμένος να αλλάξει το σκηνικό. Είχε σκεφτεί να γίνουν όλα όπως και τις προηγούμενες φορές μα σύντομα αντιλήφθηκε πως δε θα του έφτανε με τίποτα ο χρόνος. Δε γινόταν να τη ζωγραφίσει ούτε άτσαλα ούτε πρόχειρα. Η Κλέλια τον παρακολουθούσε να ανοίγει τη συρταριέρα που ήταν στα δεξιά της και να βγάζει κάτι από μέσα. Ήταν μια σακούλα από αυτές που υπήρχαν στα καταστήματα ρούχων. Ήταν μεγάλη και είχε κορδόνια στα χερούλια. Εκείνος την άνοιξε κι έβγαλε κάτι από μέσα. Μετά, το ξεδίπλωσε και το σήκωσε ψηλά έτσι όπως αυτό άνοιγε. Η Κλέλια βρέθηκε να κοιτάει ένα φόρεμα, μακρύ, που ήταν φτιαγμένο από ένα λεπτότατο ύφασμα. «Σου αρέσει»; «Όχι, για εμένα το προορίζεις; Τι σου έχω κάνει»; «Σου το είπα, τίποτα απολύτως, μα θα αποτελέσεις μια παράπλευρη απώλεια. Εκείνος θα πονέσει, δηλαδή έχει ήδη αρχίσει να πονάει αλλά του είναι αδύνατο να φανταστεί ποια είναι τα όρια του πόνου που έχει ο άνθρωπος. Μα θα τα νιώσει, όπως τα ένιωσα κι εγώ... Έλεγα δε θα αντέξω άλλο, μα άντεχα κι άντεχα»... Ακούμπησε το ρούχο πάνω σε μια καρέκλα, και μετά πήγε προς άλλη μια συρταριέρα. Αυτή τη φορά έβγαλε από μέσα ένα μικρό βαλιτσάκι με κλειδαριά και το άνοιξε. Η Κλέλια τον παρακολούθησε έντρομη να βγάζει από μέσα διάφορες μικρές και μεγαλύτερες βούρτσες, καθώς και πολλά σωληνάρια με χρώματα προφανώς. Το στομάχι της άρχισε να συσπάται. «Τι θα μου κάνεις»; «Θα σε κάνω όμορφη, κι αξέχαστη σε όλους, με τρόπο αλλιώτικο σε σχέση με τις υπόλοιπες». «Τι θέλεις να πεις»; «Θα καταλάβεις σύντομα». Η Κλέλια πάσχισε να κουνηθεί αλλά δεν έγινε τίποτα. «Τι μου έδωσες; Κι ο Άγγελος τι σου έκανε»; Ο άνδρας γονάτισε ξανά μπροστά της. «Με κατατρέχει από πολύ παλιά παίρνοντας μου τα πάντα. Σου έδωσα κάτι που θα σε απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος της αγωνίας σου, αλλά που θα σου επιτρέψει να μη μείνεις αμέτοχη κι απαθής σε όλα όσα θα γίνουν. Για αυτό ηρέμησε, κάποια στιγμή θα αρχίσεις να πονάς αλλά αυτό δε γίνεται να αποφευχθεί. Δε γίνεται να μη γευτείς το ωραιότερο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο πριν τον εγκαταλείψεις»... Η Κλέλια που δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε, άνοιξε το στόμα της κι έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή, την οποία όμως δεν έμελε να την ακούσει κανείς άλλος, εκτός από αυτόν που της την προκάλεσε.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα