16

569 95 12
                                    

Οι δύο επόμενες μέρες για την Έλλη πέρασαν αργά, μέσα σε μια θαμπάδα που της έφερε στο νου τη ζωή της πριν έρθει ο Άγγελος να μείνει μαζί της, ή και πριν γνωρίσει τον Γιάννη ακόμη, τότε που περνούσε τα απογεύματα της στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες ή στο θέατρο όταν είχε χρήματα για μια παράσταση. Εκείνος βέβαια εξακολουθούσε να μένει μαζί της, το περιστατικό όμως της τρίτης τον είχε αλλάξει. Δεν ήταν πως δεν της μιλούσε καθόλου, αντιθέτως, προσπαθούσε να δείχνει επιφανειακά πως τα πάντα ήταν φυσιολογικά ωστόσο εκείνη το καταλάβαινε πολύ εύκολα πως κρατούσε αποστάσεις. Κι έτσι έκανε κι αυτή αναγκαστικά το ίδιο. Τις νύχτες όμως, αδυνατώντας να κοιμηθεί, στριφογύριζε στο κρεβάτι της κι έφερνε στη σκέψη της όλα όσα είχαν αρχίσει να γίνονται, κάνοντας την κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Είχαν κλείσει εισιτήρια για το απόγευμα της κυριακής, κι έτσι την Πέμπτη πέρασε κάμποσο χρόνο διαλέγοντας τα λίγα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της. Κάποια στιγμή που κόντευε να τελειώσει, είδα πως εκείνος στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας της κρεβατοκάμαρας και την κοιτούσε. Έτσι, δίπλωσε μια μπλούζα και την άφησε πάνω στο κρεβάτι της. «Πες μου, ήθελες τίποτα»; «Ναι Έλλη, ήθελα να ξέρεις πως αύριο το βράδυ θα λείψω για κάποιες ώρες. Έχω μια υποχρέωση ας πούμε την οποία μου είναι αδύνατο να αγνοήσω. Θα σε πείραζε να μείνεις μόνη για λίγο; Καλό θα ήταν να μη βγεις βέβαια»... Η Έλλη ενοχλήθηκε από την παραίνεση του αυτή και δεν του το έκρυψε. «Πρώτα από όλα δεν εκτελείς χρέη σωματοφύλακα Άγγελε, δεύτερον, είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις. Μια χαρά θα είμαι εγώ. Το βλέπεις και μόνος σου πως αυτός δεν έστειλε τίποτα άλλο. Τώρα για το τι θα κάνω... Αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Δεν ξέρω αν θα περάσω ολομόναχη το βράδυ της παρασκευής στο σπίτι». Ο Άγγελος μόρφασε. Το ίδιο πρωί είχε συναντηθεί για λίγο με τον φίλο του τον Σταμάτη για να ρυθμίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες για το μασκάρεμα του σε μπάρμαν προκειμένου να μπει ανενόχλητος το επόμενο βράδυ στο μαύρο μαργαριτάρι. Όμως ούτε η απομάκρυνση του από την Έλλη του άρεσε, μα ούτε και η σκέψη να την αφήσει μόνη. «Γιατί; Τις προηγούμενες παρασκευές τι έκανες δηλαδή; Έτρεχες στα μπαράκια ή στα κλαμπ»; Τα μάγουλα της Έλλης κόντεψαν έτσι όπως ρόδιζαν να πάρουν το ίδιο ακριβώς χρώμα με αυτό των μαλλιών της. Με τρία βήματα είχε φτάσει δίπλα του. «Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να μη μου κάνεις κριτική. Δεν ξέρεις πως περνούσα τον χρόνο μου, κι ούτε κι εγώ ξέρω πως περνούσες τον δικό σου». «Αν θες να μάθεις μπορείς να με ρωτήσεις». Τα μάτια του τη σάρωσαν από πάνω μέχρι κάτω. Ήθελε να την αγγίξει εκείνη τη στιγμή, κι ας πήγαιναν στον αγύριστο και τα όνειρα και τα μηνύματα με τα μυστικά τους. «Όχι ευχαριστώ, δε θέλω να μάθω, κι αμέσως μόλις γυρίσουμε από το Λονδίνο θα συζητήσουμε με τον Πέτρο το θέμα της παραμονής σου στο σπίτι μου». Εκείνος ξεροκατάπιε. «Σε κούρασα ε»; «Δεν είναι αυτό αλλά δε μου αρέσει να με ελέγχει κανείς». «Μπορείς να πας όπου θέλεις Έλλη, δεν ήθελα να σε ελέγξω, μόνο να βεβαιωθώ πως θα είσαι καλά όσο θα λείπω». Εκείνη ταλαντεύτηκε αλλά δεν του είπε τίποτα περισσότερο. Ήθελε πολύ να μάθει που έπρεπε να πάει αύριο το βράδυ, κι άθελα της αναρωτιόταν αν θα συναντούσε και την Κλέλια εκεί. «Ναι, θα γιορτάσει τα γενέθλια της σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, στο μαύρο μαργαριτάρι το οποίο το ξέρεις και δε γίνεται να λείψω». Ο Άγγελος κρατήθηκε να μην της πει πιο πολλά γιατί τότε εκείνη θα μάθαινε για τη σύνδεση του με την Αλίκη Βρανά κι ίσως έτσι να τον κατηγορούσε που δεν έκανε τίποτα περισσότερο για τη Λένα Καρά όταν δολοφονήθηκε. «Καλά να περάσεις Άγγελε, μην προβληματίζεσαι για εμένα, θα δω τι θα κάνω». Ξάφνου εκείνος κατάλαβε πως δε θα μπορούσε να περάσει έτσι το βράδυ αυτό. «Θα πάω μια βόλτα Έλλη, δε θα αργήσω. Κι έχω κουραστεί να μου λες πως δεν είμαι σωματοφύλακας σου, δε διαθέτω και την απαραίτητη σωματοδομή για να γίνω». Τον κοίταξε νιώθοντας σαν να άνοιγε η γη κάτω από τα πόδια της όπως είχε γίνει και στον ύπνο της, όμως η γη δεν είχε μετακινηθεί καθόλου. «Εντάξει, θα τα πούμε μετά, εγώ θα προετοιμαστώ για αύριο, κι όχι, ούτε στα μπαράκια πήγαινα ούτε και στα κλαμπ, αλλά δε φαντάζομαι να πήγαινες ούτε κι εσύ». «Ποιος ξέρει, λοιπόν, φεύγω». Το πρόσωπο του είχε πετρώσει καθώς έπαιρνε το μπουφάν του για να φύγει. Τι είχε πάθει; Η Έλλη πέταξε τρία ακόμη ρούχα μέσα στην πιο μικρή βαλίτσα που διέθετε και μετά κάθισε στον καναπέ του σαλονιού της για να ελέγξει τις σημειώσεις της για την επόμενη μέρα στο γραφείο. Ευτυχώς η Αλεξία, η κοπέλα που είχε μπλέξει με τα ναρκωτικά παλιότερα, είχε επανεμφανιστεί. Θα τη συναντούσε νωρίς το πρωί και μετά θα έβλεπε ξανά και τον Ερρίκο Τζανή. Τέλος, είχε κανονίσει να δει εκτάκτως και την έγκυο γυναίκα που είχε πάρει την προαγωγή της πρόσφατα. Όσο κι αν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε αυτά που είχε γράψει δεν τα κατάφερνε, κι ακόμη χειρότερα έγιναν τα πράγματα από τη στιγμή που θέλησε να συμβουλευτεί ένα παλιό σύγγραμμα το οποίο και κατέβασε από τη βιβλιοθήκη της. Στο τέλος, τα παράτησε κι έμεινε ακίνητη να ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Πού είχε πάει ο Άγγελος; Και γιατί κάποιες φορές τον αντιμετώπιζε έτσι σαν να της είχε κάνει κακό; Μήπως έβγαζε πάνω του απωθημένα από την απόρριψη του Γιάννη; Μήπως τον φόρτωνε με όλες της τις ανασφάλειες; Δεν ήταν μαζί οι δυο τους, μια χάρη έκανε στον Πέτρο μένοντας μαζί της... Όταν η υπόθεση αυτή έληγε αισίως, εκείνος θα τραβούσε τον δρόμο του. Γύρω στις έντεκα σκέφτηκε πως δεν ήθελε να την έβρισκε εκείνος στον καναπέ να τον περιμένει, κι έτσι μάζεψε τα χαρτιά και τα βιβλία της και πήγε και κλειδώθηκε στην κρεβατοκάμαρα της. Δεν ξάπλωσε όμως μέχρι τη στιγμή που άκουσε να γυρίζει στην κλειδαριά το κλειδί που του είχε δανείσει.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα