39

483 83 3
                                    

Το όνειρο ό,τι κι αν το είχε πυροδοτήσει, ήταν κοινό και για τους δυο, κι αφορούσε στον γάμο της πριγκίπισσας. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί κανένας σε ολόκληρο το βασίλειο τέτοιο νυφιάτικο φόρεμα όπως ήταν αυτό που της είχαν ράψει οι καλύτερες μοδίστρες. Έτσι της έλεγε τουλάχιστον η κυρία της συνοδείας της που έλεγχε αν ήταν όλα σωστά με την εμφάνιση της. Τόσα πετράδια, και τέτοιες αραχνούφαντες κλωστές ανθρώπινο μάτι δεν είχε ξαναδεί. Μα ό,τι κι αν της έλεγε δε μπορούσε να της στάξει βάλσαμο στην ψυχή της που ήταν βαριά σαν το μολύβι. Μόνο αν ήταν ο Έριλ αυτός που θα παντρευόταν θα υπήρχε κάποιο νόημα σε όλα αυτά τα στολίσματα. Λέξη δεν έλεγε σε κανέναν από το πρωί εκείνο η πριγκίπισσα, μόνο τους άφηνε όλους να την ετοιμάζουν και να της γεμίζουν τα χέρια με δώρα. Τον Έριλ σκεφτόταν και κανέναν άλλον, μα είχε να τον ανταμώσει από τη βραδιά των αρραβώνων της, κι ούτε και ήξερε κανένας που είχε χαθεί, κι αν βρισκόταν στο βασίλειο. Ο Γκαλαντρέν ήταν όμορφος βέβαια όταν πήγε να την παραλάβει για την τελετή, αλλά η πριγκίπισσα δεν είχε μάτια για αυτόν. «Θα σε κάνω ευτυχισμένη Ολίνα, και το βασίλειο θα προκόψει όταν θα το αναλάβουμε να το κυβερνήσουμε οι δυο μας». Κούνησε το κεφάλι η πριγκίπισσα του στέμματος, κι άφησε τα πάντα να εξελιχθούν κανονικά με τον τρόπο που έπρεπε. Εκείνη τη βραδιά γλέντησε όλο το βασίλειο, εκτός από την ίδια την πριγκίπισσα, που έγινε τραγούδι στα χείλη ενός τροβαδούρου, η αγέλαστη νύφη. Κόντευε πια να ξημερώσει όταν έμεινε μόνο το ζευγάρι στα καινούρια διαμερίσματα που είχαν χτιστεί ειδικά για τους δυο τους. Ο Γκαλαντρέν δε μπορούσε πια να συγκρατήσει την επιθυμία του, και παρά τα παρακάλια της, λίγο έλειψε να της χαλάσει το φόρεμα και τα κοσμήματα. Τα ξεφορτώθηκε όλα μόνη της, δεν ήθελε καμιά κυρία της συνοδείας της να τη βοηθήσει, δεν το άντεχε... Τι κι αν προσπάθησε να φανταστεί τα χέρια του Έριλ πάνω της, μάταια, τίποτα καλό δεν ήρθε. Το μόνο που μπόρεσε να πετύχει, ήταν να κρατήσει τα κλάματα της, μέχρι να αποκοιμηθεί ο πανευτυχής Γκαλαντρέν. Και τότε, όπως είχε κάνει και την άλλη φορά, έβαλε άλλα ρούχα και πήγε αθόρυβα να καθίσει στην πανέμορφη λίμνη του παλατιού. Άρχισε να κλαίει πιέζοντας τα χέρια της πάνω στα μάγουλα της, φέρνοντας στον νου της όλα όσα ήξερε για την τραγωδία που είχε συμβεί στη ζωή της βασίλισσας μητέρας της. Εκείνη, δε μπορούσε να κάνει παιδί, και μια καλή μάντισσα που τη λυπήθηκε για το κλάμα της, της είπε πως μπορούσε να κλείσει μια συμφωνία μαζί της. Θα αποκτούσε μια κόρη, μα η ζωή της θα ήταν γεμάτη πόνους και βάσανα, εκτός αν έβρισκε ποτέ τρόπο να σπάσει την κατάρα και να λύσει το ξόρκι. Για μέρες παιδευόταν η βασίλισσα, ώσπου στο τέλος νίκησε η επιθυμία της για να κρατήσει στην αγκαλιά της ένα μωρό που θα βασίλευε κάποτε. Μα όταν το μωρό ήρθε, η βασίλισσα αντί να το χαρεί, έπεσε στη λίμνη και πνίγηκε, κάποιοι είπαν πως έγινε από λάθος της, κάποιοι άλλοι πως έδωσε τέλος στη ζωή της από την αβάσταχτη θλίψη, πάντως η ουσία ήταν πως η πριγκίπισσα μεγάλωσε χωρίς εκείνη. «Εδώ είμαι πριγκίπισσα, να είσαι ευτυχισμένη». Η φωνή του Έριλ την έβγαλε από τις θλιβερές της ονειροπολήσεις, κάνοντας τη να στρέψει το κεφάλι της προς τα δεξιά, εκεί από όπου είχε ακουστεί η τόσο αγαπημένη του φωνή. «Έριλ»; Ο νεαρός, έβαλε το δάχτυλο στα χείλη, γνέφοντας της να τον ακολουθήσει πράγμα που έκανε μέσα σε μια στιγμή. Χώθηκαν μαζί μέσα στους θάμνους κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά. «Τώρα είμαι παντρεμένη Έριλ, με έναν άνδρα που σιχαίνομαι». Η πριγκίπισσα έκλαιγε τρέμοντας στην αγκαλιά του ενώ τον έσφιγγε όσο πιο πολύ μπορούσε. «Το ξέρω, ήθελα να έρθω και να σε πάρω για να φύγουμε, να πάμε σε κάποιο άγνωστο και μακρινό μέρος, αλλά φοβόμουν πως δε θα δεχόσουν να έρθεις». «Πώς μπόρεσες να το σκεφτείς αυτό»; Η πριγκίπισσα τον αγκάλιασε ακόμη πιο δυνατά. «Δεν ήθελα να σε βάλω σε κίνδυνο πριγκίπισσα, η θέση σου είναι εδώ, θα κυβερνήσεις μια μέρα». «Μα μου έδωσες τον λόγο σου πως θα γινόμουν δική σου γυναίκα κάποτε»... Τώρα την έσφιγγε κι ο Έριλ μέσα στην απόγνωση του. «Και σου τον έδωσα και θα τον κρατήσω». Λίγες στιγμές αργότερα τη φιλούσε προσπαθώντας να διώξει τη στενοχώρια που τον βάραινε. Μα ο στρατιώτης που ήταν το δεξί χέρι του Γκαλαντρέν, καθώς και τα μάτια και τα αφτιά του στο παλάτι, ήταν ήδη εκεί από ώρα. Οι θάμνοι χωρίστηκαν, η λάμα του σπαθιού άστραψε, κι αμέσως μετά μπήχτηκε στο στομάχι του Έριλ. Το χέρι όμως που του είχε καταφέρει το χτύπημα, δεν ήταν αυτό του στρατιώτη, μα του ίδιου του Γκαλαντρέν, που είχε σπεύσει εκεί ειδοποιημένος από τον έμπιστο του. Η πριγκίπισσα τον είχε αφήσει στον ύπνο, τρέχοντας να τον ατιμάσει με τον χειρότερο του εχθρό. Το αίμα του Έριλ έβαψε το χώμα, όσο κι αν αυτός πάσχιζε να κλείσει την πληγή. Η πριγκίπισσα είχε αρχίσει να ουρλιάζει, μα ο Γκαλαντρέν δεν τη λυπήθηκε. «Αυτό θα μου το πληρώσεις, ποτέ δε θα βγεις πια από το παλάτι σου πριγκίπισσα, είσαι η πιο φτηνή γυναίκα του βασιλείου αυτού, κι ας φοράς τα ακριβότερα ρούχα από όλες». Την άδραξε παίρνοντας την πίσω στο παλάτι μαζί του, ενώ ο Έριλ μαχόταν για την κάθε του ανάσα.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα