25

510 85 6
                                    

Από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι, η Έλλη ένιωσε να κυριεύεται από μια πολύ βαριά νύστα, δε θέλησε όμως να ενδώσει κατευθείαν στο κάλεσμα του ύπνου. Γιατί από τη μια έτριβε τα μάτια της με μανία για να κρατηθεί, από την άλλη όμως όλα τα νέα δεδομένα συνέχιζαν να πολιορκούν τη σκέψη της, η οποία όμως είχε στραφεί προς τον Άγγελο. Της φαινόταν καταβεβλημένος διανοητικά κυρίως και ψυχολογικά. Όσο εκείνη άλλαζε ρούχα, αυτός που είχε ήδη φορέσει κάτι πιο άνετο, στεκόταν πλάι στη μπαλκονόπορτα με τα τσιγάρα του στα χέρια. Καμιά κίνηση όμως δεν έκανε για να βγάλει ένα από το πακέτο. Η Έλλη πήγε κοντά του: «Έλα να καθίσεις λίγο, είναι αργά, έχεις κουραστεί. Η κάθε μας μέρα μοιάζει με εβδομάδα κανονική». Ο άνδρας προσπάθησε να της χαμογελάσει μα δεν τα κατάφερε. «Θα πας στη δουλειά σου αύριο ή θα συνεχίσεις την άδεια σου ως την Παρασκευή»; Η Έλλη συνειδητοποίησε πως αυτό δεν την είχε απασχολήσει καθόλου ως τότε. «Τι θα πρότεινες»; «Να μη διακόψεις την άδεια. Εδώ θα έχεις ησυχία για να συγκεντρωθείς, θα μπορέσεις να κάνεις όσες κλήσεις θέλεις σε αυτούς που τις χρειάζονται. Κι επιπλέον θα ασχοληθείς και με το αρχείο της Μάνταλεν που μας αποκάλυψε ήδη τόσα πολλά». Η Έλλη κούνησε το κεφάλι. Δεν άντεχε άλλο... «Ναι, έτσι θα κάνω. Πώς πήγαν τα πράγματα»; «Χάλια όπως σου είπα ήδη, θα δω όμως τι θα μπορέσω να καταφέρω κι από αύριο». Της πέρασε από το νου να μαζέψει το κουράγιο της και να τον ρωτήσει τι σήμαινε το τελευταίο μήνυμα που είχε φτάσει λίγο νωρίτερα στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο μα άλλαξε γνώμη. Καλύτερα να το άφηνε για το πρωί. «Πήγαινε να ξεκουραστείς Έλλη, αφού με δυσκολία στέκεσαι όρθια. Κι αύριο μέρα είναι, για όλα». Ο Άγγελος συνέχιζε με τον σαρωτικό του τρόπο να μαντεύει τις σκέψεις της. «Η αλήθεια είναι πως είμαι πτώμα, θα πάω, το ποτό κι ο Μπαχ αναβάλλονται μέχρι αύριο. Εσύ τι θα κάνεις»; Τότε μόνο άναψε αυτός ένα τσιγάρο. «Σε λίγο θα ξαπλώσω κι εγώ». «Σύμφωνοι αλλά μην το παρακάνεις εντάξει»; «Ναι, εντάξει, καληνύχτα, καλό ύπνο». Η Έλλη τον κοίταξε ξανά και μετά μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της. Θα ήθελε πολύ να τον έβλεπε πιο χαλαρό, λιγότερο προβληματισμένο κι αγχωμένο... Πώς θα μπορούσε άραγε να τον βοηθήσει να το πετύχει αυτό; Χώθηκε κάτω από το πάπλωμα κι αποκοιμήθηκε μέσα σε πέντε λεπτά. Δεν είδε και πάλι κανένα όνειρο, μα δε συνέβη το ίδιο και με τον Άγγελο.

Όταν έμεινε μόνος, ένιωσε την επιθυμία να πάει και να της χτυπήσει την πόρτα, ζητώντας της να του επιτρέψει να την κρατήσει στα χέρια του για λίγο χωρίς να της μιλάει. Θα άγγιζε τα κόκκινα μακριά της μαλλιά και θα ρουφούσε άπληστα το άρωμα με τις αγριοφράουλες και τα κεράσια... Έσβησε το τσιγάρο και πέταξε τη γόπα. Αυτά δε γίνονταν ούτε στα βιβλία, πόσο μάλλον στη ζωή, και κυρίως με κάποια γυναίκα σαν την Έλλη Αυγέρη, εντελώς απόρθητη και καθώς πρέπει. Μπήκε κι αυτός στον ξενώνα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Η σκέψη του πέταξε στην Αλίκη και στην Κλέλια. Του είχε γράψει πως η Αλίκη κοιμόταν και πως είχε μπορέσει να μιλήσει για λίγο μαζί της, εκείνη ωστόσο ήταν εξαιρετικά αναστατωμένη επειδή κατάλαβε πως η Κλέλια είχε μάθει την αλήθεια για το πρόβλημα της υγείας της. Ούτε που το κατάλαβε το πότε τον πήρε ο ύπνος. Το όνειρο πάντως δεν σεβάστηκε την τόση του κούραση, αφού ήρθε να τον επισκεφθεί με πλήρη σφοδρότητα. Βρέθηκε να κολυμπάει στην πανέμορφη λίμνη του παλατιού παρέα με την Ολίνα. Ήταν και οι δυο τους πολύ νέοι και φορούσαν βαριά ρούχα τα οποία κολλούσαν πάνω τους. Μιλούσαν πολύ σιγά και συνωμοτικά: «Θα μας σκοτώσουν αν μας πιάσουν». Η νεαρή Ολίνα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του κι εκείνος το έσφιξε. «Αν δεν ήσουν η πριγκίπισσα του στέμματος τότε δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα». «Ναι σίγουρα, εκτός αν ήσουν εσύ ο Γκαλαντρέν, τότε πάλι δε θα υπήρχε πρόβλημα». Ο Έριλ της πέταξε νερό. «Είναι ο χειρότερος από όλους, τον ξεπερνάω και στο σπαθί και στο τόξο και στις ασκήσεις του μυαλού». «Λες να μην το ξέρω; Σε λίγες μέρες θα αρχίσουν να μου ετοιμάζουν τα ρούχα και τα κοσμήματα μου». «Ναι μα δε θέλω να τον αρραβωνιαστείς, δεν είναι καλός για εσένα». Ανασηκώθηκαν και κοιτάχτηκαν κι ύστερα βγήκαν αργά από το νερό. Βρέθηκαν έξω από τη λίμνη στάζοντας. Τα μάτια τους έλαμπαν. «Αν το ήξερα πως δε μας παρακολουθεί κανείς με σιγουριά, τότε θα σε φιλούσα στα χείλη». Ο Έριλ είχε αρχίσει να ψιθυρίζει. «Δε βλέπω κανέναν». Η πριγκίπισσα τον μιμήθηκε, κι εκείνος έκανε τα λίγα βήματα που τους χώριζαν, ρίχνοντας κλεφτές ματιές παντού. Ακριβώς ένα δευτερόλεπτο πριν συναντηθούν τα χείλη τους όμως, ένα ξίφος έσκισε τον αέρα και προσγειώθηκε στην πλάτη του σχίζοντας του τα βρεγμένα του ρούχα. «Κανείς δεν ξεπερνάει τον Γκαλαντρέν στο σπαθί Έριλ, και θα τιμωρηθείς πάρα πολύ αυστηρά για αυτό που έκανες. Η πριγκίπισσα Ολίνα μου ανήκει, κι αν τολμήσεις να την πλησιάσεις άλλη φορά, θα δώσω εντολή να φυλακιστείς και αργότερα να θανατωθείς». Ο Γκαλαντρέν πήγε από πάνω του και τράβηξε το ξίφος από την πλάτη του. Ήταν όπλο ασκήσεων που χρησιμοποιούταν μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς κι έτσι δεν τον είχε πληγώσει. Μετά, γύρισε και τον έφτυσε. Στο μεταξύ, η πριγκίπισσα Ολίνα είχε ήδη απομακρυνθεί από εκεί από τρεις κοπέλες της συνοδείας της, αν και φώναζε κατηγορίες προς τον Γκαλαντρέν, ο οποίος απλά της χαμογελούσε με αγάπη. Ήξερε πως ήταν δική του και δεν ανησυχούσε για τις κοριτσίστικες σκανταλιές της, μα τον Έριλ θα τον περιποιούταν για τα καλά αν χρειαζόταν...

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα