38

490 88 5
                                    

Ο Άγγελος της έπιασε το χέρι, αφού βεβαιώθηκε πως ο Πέτρος τους είχε στρέψει την πλάτη όσο μιλούσε στο τηλέφωνο. Η Έλλη, αγκάλιασε την αίσθηση απόλυτης οικειότητας, καθώς και το πυκνό κάψιμο που τώρα πια της φαινόταν πολύ γλυκύτερο σε σχέση με τις πρώτες μέρες που το ένιωθε. «Φοβάσαι; Αν ναι δεν πρέπει, συνέχισε να προσπαθείς όσο τώρα κι όλα θα πάνε καλά. Εμείς θα είμαστε εδώ». Ο Άγγελος της έσφιξε τα δάχτυλα, θέλοντας όμως στην πραγματικότητα να κάνει πολλά περισσότερα από αυτό. «Νιώθω περίεργα, σχεδόν δε χαλαρώνω ποτέ, εκτός από τις λίγες στιγμές που με κρατάς, αλλά δε φοβάμαι, καταλαβαίνω πως όλα θα γίνονται πολύ γρήγορα από εδώ και πέρα, και θέλω να συμβάλλω κι εγώ στην εξέλιξη τους». Η Έλλη κατάλαβε τι ακριβώς του είχε πει, μόνο όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε πάλι μέσα ο Πέτρος. Ο Άγγελος που τον είχε δει ελάχιστες στιγμές νωρίτερα, βιάστηκε να της αφήσει το χέρι και να απομακρυνθεί πηγαίνοντας να σταθεί εκεί που ήταν ως και πριν από λίγο. «Εντάξει, η Κάτια ενημερώθηκε, κι έτσι θα αρχίσει άμεσα η διαδικασία ανεύρεσης τους, θέλεις να πάμε τώρα λίγο παρακάτω και να εξετάσουμε και την τελευταία περίπτωση της ημέρας»; Η Έλλη κούνησε το κεφάλι της μα δεν άρχισε να μιλάει αμέσως, το μυαλό της ταξίδευε μακριά. Είχε αρχίσει να σκέφτεται τη Μυρτώ μα και την ίδια της τη ζωή, όπως την έβλεπε τότε. «Τη Μυρτώ τη γνώρισα περίπου δύο χρόνια πριν τη δολοφονία της Λένας. Στην πραγματικότητα δεν είχα πάρει ακόμη τον τίτλο σπουδών μου που αφορά στη σκιαγράφηση των προφίλ, αφού απέμεναν τα τελευταία μαθήματα για να τα δώσω εξετάσεις. Είχα φύγει όμως από το Λονδίνο αφού δεν υπήρχε λόγος να ζω εκεί, μιας και η παρακολούθηση των τελευταίων αυτών μαθημάτων δεν ήταν υποχρεωτική. Τέλος πάντων, η Μυρτώ είχε την ίδια ηλικία με εμένα. Ήταν μια πολύ όμορφη κοκκινομάλλα, με μάτια σμαραγδένια, και σώμα με τόσο τέλειες αναλογίες που θύμιζε κούκλα σε βιτρίνα. Ήταν χορεύτρια κλασικού μπαλέτου. Είχε αφιερωθεί στον χορό από τότε που ήταν πάρα πολύ μικρή, πράγμα που κάνουν βέβαια όλες οι μπαλαρίνες. Είχε περάσει από ένα σωρό οντισιόν και σε κάποιες από αυτές είχε πάρει τον ρόλο. Καμιά τους όμως δεν ήταν το εισιτήριο για τη μεγάλη επιτυχία. Είχε ταλέντο εκτός από ομορφιά, αλλά όπως μου έλεγε, υπήρχε κάτι στη ζωή της που την κρατούσε πίσω, κάτι που δεν της επέτρεπε να κάνει το μεγάλο βήμα. Τη ρώτησα αρκετές φορές με προσοχή και διακριτικότητα τι ήταν αυτό αλλά άργησε πολύ να μου απαντήσει. Μου αποκάλυψε πως ο πατέρας της είχε πεθάνει λίγους μήνες μετά τη γέννηση της, και πως η μητέρα της δε συνήλθε ποτέ μετά από τον θάνατο του. Κι ακόμη, μου είπε πως εδώ και λίγα χρόνια, η μητέρα της δε μπορούσε πια να περπατήσει κι έτσι ήταν καθηλωμένη στην αναπηρική πολυθρόνα. Για αυτό, της ήταν αδύνατο να αφοσιωθεί στην προσπάθεια της να γίνει γνωστή διεκδικώντας έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Ξέρω με βεβαιότητα πως η Μυρτώ το επισκεπτόταν πολύ συχνά το Λονδίνο, κι αυτό είναι επίσης κάτι που με βάζει σε σκέψεις. Η κύρια πηγή του άγχους της ήταν το γεγονός πως όταν έλειπε άφηνε τη μητέρα της μόνη. Νομίζω πως η γυναίκα εκείνη ήταν αρκετά δεσποτική και κυριαρχική, κι αν και δε μου το είπε ποτέ καθαρά, σχημάτισα κάποτε την άποψη πως δεν ενέκρινε την παθιασμένη της ενασχόληση με το χορό». Η Έλλη πήγε να πάρει λίγο νερό πριν συνεχίσει. Τώρα βιαζόταν να πει όλα όσα ήξερε για τη γυναίκα αυτή. «Με το πέρασμα των χρόνων, το στρες της Μυρτώς αύξανε αντί να μειώνεται κι όπως αντιλαμβάνεστε, εγώ κατέληξα να κατηγορώ τον εαυτό μου για αυτό, συνέχισα όμως να κάνω ό,τι μπορώ. Θυμάμαι καλά πως ένα βράδυ μου αποκάλυψε πως είχε γνωρίσει κάποιον στο Λονδίνο, έναν πλούσιο Έλληνα, με ωραία εμφάνιση και κομψούς τρόπους. Ναι, η πρώτη σκέψη που έκανα σήμερα, όταν ξαναδιάβασα τις σημειώσεις μου, ήταν το καφέ αυτό στο οποίο πήγαινα με τη Λένα. Τα πάντα ταιριάζουν, είναι πολύ πιθανό η γνωριμία της μαζί του να έγινε εκεί. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται, η Μυρτώ βρισκόταν μοιρασμένη ανάμεσα σε δυο κόσμους. Ο ένας ήταν εδώ, πλάι στη μητέρα της που της ρουφούσε όλη της την ενέργεια, κι ο άλλος στον χορό και στον καινούριο της φίλο. Εκείνος ευτυχώς την παρότρυνε να εντείνει τις προσπάθειες της για να πετύχει κάτι μεγάλο, τη μάλωνε όμως όταν έβλεπε πως δεν ξεκουραζόταν τις προβλεπόμενες ώρες. Λίγο πριν δολοφονηθεί η Λένα, ήρθε η Μυρτώ να με βρει καταταραγμένη ενώ το ραντεβού μας ήταν κανονισμένο για την επόμενη μέρα. Την παρακάλεσα να περιμένει, κι όταν τελείωσα τη δουλειά μου της είπα να μου μιλήσει και προσπάθησα να την κάνω να ηρεμήσει. Μου εξήγησε πως της είχαν κάνει μια πρόταση από το Λονδίνο για να πάρει μέρος σε μια νέα και φιλόδοξη παραγωγή, που είχε για σενάριο έναν συνδυασμό παλιών και νεότερων παραμυθιών. Ναι το ξέρω, είναι σαν να βρήκαμε την απάντηση μας αλλά ας περιμένουμε... Χάρηκα πολύ και της ευχήθηκα καλή επιτυχία. Με ευχαρίστησε, αλλά μου είπε πως είχε τσακωθεί πολύ άσχημα με τη μητέρα της και πως είχε μόλις φύγει από το σπίτι». Ο Άγγελος πήγε κοντά στο λάπτοπ του και κάτι άρχισε να πληκτρολογεί, ενώ ο Πέτρος παρέμενε κυριολεκτικά ασάλευτος. «Την επόμενη φορά που την είδα, μου φαινόταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση. Μου είπε πως ο φίλος της, είχε αποφασίσει να τη βοηθήσει, δανείζοντας της χρήματα και βοηθώντας τη να βρει κι ένα σπίτι στο Λονδίνο, για το οποίο και είχε ήδη αρχίσει να πληρώνει τα έξοδα. Θα δεχόταν τον ρόλο και θα προχωρούσε και τη σχέση της μαζί του. Χάρηκα, δεν ήθελα να νιώθει δέσμια των υποχρεώσεων της απέναντι σε μια μητέρα που είχε μεν αγωνιστεί να τη μεγαλώσει, δεν την είχε όμως καταλάβει ποτέ στην πραγματικότητα προφανώς». «Ποιο ήταν το όνομα του φίλου της»; Ο Πέτρος την κοίταξε με ελπίδα, διάβασε όμως αμέσως την απάντηση στα μάτια της και απογοητεύτηκε. «Αυτό δε μου το είπε και δεν την πίεσα, γιατί δεν έβλεπα τον λόγο να το κάνω. Τέλος πάντων, την έχασα για πολύ καιρό, και υπέθεσα πως δεν ερχόταν συχνά στην Αθήνα, αφού λογικά οι πρόβες της θα ήταν καθημερινές κι εξαντλητικές. Ωστόσο, εκεί που κόντευα να τη λησμονήσω, ήρθε στο γραφείο για τελευταία φορά. Ήταν αγνώριστη, φορούσε ρούχα πανάκριβα και υπέροχα φανταχτερά κοσμήματα, είχε ωστόσο χάσει βάρος και μιλούσε ξεψυχισμένα κι άτονα. Γενικά έδειχνε συντετριμμένη. Μου μίλησε χωρίς να την παρακινήσω σχεδόν, βρισκόταν μου είπε, στο δυσκολότερο σταυροδρόμι της ζωής της. Είχε μείνει έγκυος. Δε χρειαζόμουν να ακούσω περισσότερα, για την καριέρα της, η εγκυμοσύνη αυτή ισοδυναμούσε με την πλήρη καταστροφή, αφού είχε μεγαλώσει και η ηλικία για τον χορό ήταν κάτι ανελέητο. Ο φίλος της, την πίεζε να κρατήσει το παιδί, και την ικέτευε να αρραβωνιαστούν κι αμέσως μετά να παντρευτούν. Με ρώτησε να της πω την άποψη μου, και το σκέφτηκα για ώρα πριν τη συμβουλεύσω. Της πρότεινα τέλος, να ακολουθήσει την επιλογή που θα την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη. Χρειαζόταν βοήθεια, αλλά δεν την πήρε ποτέ. Αν είναι αυτή η γυναίκα που αναζητούμε, τότε προφανώς ο δολοφόνος έχει την άποψη πως δεν την πίεσα όσο έπρεπε για να δει κάποιον ψυχίατρο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, πληροφορήθηκα την είδηση πως είχε πέσει θύμα ενός τραγικού αυτοκινητικού ατυχήματος. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, τόσο που μου ήρθε η ιδέα να τηλεφωνήσω στη μητέρα της για να τη συλλυπηθώ, τελικά δεν το έκανα ποτέ. Κι ακόμη, δε μπόρεσα δυστυχώς να μάθω ποια ήταν η επιλογή που έκανε κι αν έμεινε ικανοποιημένη από αυτή, στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα που πρόλαβε να την υποστηρίξει. Και τότε, πέθανε η Λένα, κι όλα τα άλλα ξεχάστηκαν». «Μα αν ο θάνατος της οφειλόταν σε λάθος κάποιου ασυνείδητου ή απρόσεκτου οδηγού, τότε γιατί να σε βαραίνει εσένα; Κι ακόμη, μήπως είναι ο φίλος της που σε κυνηγάει τόσο σκληρά»; «Κι αν είναι αυτός, μαζί σου τι έχει; Και με τις άλλες δυο περιπτώσεις τι συμβαίνει; Μήπως η Χριστίνα Βάσου είχε κάποιον εραστή, εξαιτίας του οποίου διαλύθηκε η προσωπική της ζωή; Δεν ξέρω από πού να συνεχίσω»... Η Έλλη άφησε τα χέρια της να κρεμαστούν στα πλευρά της. Είχε κουραστεί, και οι άλλοι δυο το κατάλαβαν εύκολα. Ο Πέτρος που έγραφε κάτι στο τηλέφωνο του και πάλι, καθάρισε τον λαιμό του και σηκώθηκε. «Έλλη, πρώτα από όλα, θέλω να σε ενημερώσω πως το καθήκον σου το έκανες και με το παραπάνω και σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό. Από εδώ και πέρα θα αναλάβω εγώ να κάνω όλα τα υπόλοιπα». Εκείνη τον κοίταξε αβέβαια. «Μα μένουν πολλά να διερευνήσουμε, ουσιαστικά δεν έχουμε απάντηση για κανένα ερώτημα από όλα όσα θέσαμε... Υπάρχει το θέμα με τους κύκνους για παράδειγμα». Ο Πέτρος τη σταμάτησε με ένα αυστηρό βλέμμα. «Δεν είπα πως δε θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με όλα αυτά, από αύριο όμως, και με ψυχραιμία. Φτάνει για απόψε, θα τηλεφωνήσω ξανά στην Κάτια τώρα που θα φύγω, και θα μιλήσω μαζί σας το πρωί., αλλά για σήμερα, η δουλειά έφτασε στο τέλος της». Η Έλλη κι ο Άγγελος συγκατένευσαν μην έχοντας τι άλλο να πουν. Το μόνο που ήθελαν και οι δυο τους ήταν να ξεκουραστούν. Έτσι, συνόδευσαν τον Πέτρο μέχρι την πόρτα. «Με την κάθε μέρα που περνάει είμαστε και λίγο πιο κοντά του, κι ας μην το πιστεύετε, λίγη υπομονή θα κάνουμε όλοι ακόμη και θα τον έχουμε στα χέρια μας». Τους χαμογέλασε για τελευταία φορά κι ύστερα έφυγε αφήνοντας τους μόνους. «Νιώθω πως είμαι μπλεγμένη μέσα σε έναν ιστό που δε θα μου επιτρέψει ποτέ να ξεφύγω». Η Έλλη σωριάστηκε εξουθενωμένη στο κρεβάτι κι ο Άγγελος πήγε και κάθισε δίπλα της αγκαλιάζοντας την. Στην αρχή την χάιδευε αφήνοντας τη να κάθεται στο πάπλωμα, μα μετά από λίγο την σήκωσε απαλά και την κάθισε στα γόνατα του. «Θα τον ξεμπλέξουμε Έλλη, τα πήγες θαυμάσια, κάνε μια προσπάθεια να ησυχάσεις τώρα, είναι αργά». «Δε μπορώ, είναι σαν να πέφτω μέσα σε μια παγίδα». «Όχι, δε θα πέσεις, θα την ανοίξουμε και θα τη σπάσουμε». Ο Άγγελος της γέμισε φιλιά τα μαλλιά και το πρόσωπο, κι ύστερα, χωρίς να τη ρωτήσει, βρήκε το νυχτικό της και της το φόρεσε, αφού την πήγε κρατώντας την μέχρι το δωμάτιο της. Μετά, της χτένισε τα μαλλιά όσο καλύτερα μπορούσε φιλώντας την ξανά, και την ξάπλωσε στο κρεβάτι της. «Δεν το πιστεύω αυτό που κάνεις». «Κακώς, ο θεός να δώσει να μπορέσω να το ξανακάνω πολύ σύντομα, κλείσε τα μάτια σου τώρα και ξέχνα τα όλα». Της έπιασε πάλι το χέρι κι άρχισε να το χαιδεύει, κι εκείνη παρά την υπερένταση της, αποκοιμήθηκε χωρίς καν να προλάβει να του πει καληνύχτα. Μα εκείνος ήταν χαρούμενος και μόνο που του είχε επιτρέψει να τη φροντίσει, καμιά ανάγκη δεν υπήρχε να πουν τετριμμένα λόγια σε τόσο δύσκολες ώρες. Μόνο όταν σιγουρεύτηκε πως δε θα ξυπνούσε πήγε κι εκείνος να ετοιμαστεί για ύπνο. Ο ύπνος και των δύο ήταν βαθύς, μα στερημένος εντελώς από όνειρα. Πρώτος ξύπνησε ο Άγγελος το επόμενο πρωί, ο οποίος ένιωθε φρέσκος και ξεκούραστος, αν κι εξακολουθούσε να νιώθει μια αβάσταχτη λύπη, την οποία αμφέβαλλε πως θα μπορούσε ποτέ να την ξεφορτωθεί. Μόνο οι γλυκές στιγμές που είχε μοιραστεί με την Έλλη όταν την έβαζε για ύπνο του έφτιαχναν κάπως το κέφι, αλλά η στενοχώρια του ήταν πολύ βαριά. Έκανε στα γρήγορα ένα μπάνιο, και μετά κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου να την περιμένει, παίρνοντας μαζί και το λάπτοπ του. Υπήρχε χρόνος ακόμη ως τις δέκα, αλλά δεν ήθελε να το αφήσει στο δωμάτιο. Καθώς άρχιζε να πίνει τον καφέ του, αναρωτήθηκε πότε θα ξυπνούσε η Έλλη, κι αν είχε καταφέρει να ξεκουραστεί. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της στις οχτώ ακριβώς. Μόλις είδε την ώρα στο κινητό της, πετάχτηκε όρθια τόσο απότομα, που ζαλίστηκε και κόντεψε να χτυπήσει το κεφάλι της. Μα δεν το είχε ρυθμίσει το ξυπνητήρι της για τις εφτά; Όχι, το είχε ξεχάσει... Κι ο Άγγελος τι έκανε; Δε μπορούσε να της χτυπήσει την πόρτα αν είχε ξυπνήσει πρώτος; Θυμήθηκε τον τρόπο που τη φρόντιζε χθες, κι ένιωσε τη βουή να αρχίζει στο κεφάλι της, σαν να βρισκόταν δίπλα της εκείνος, κι η αίσθηση αυτή ήταν φοβερή. Φόρεσε το ίδιο μάλλινο φόρεμα που είχε βάλει και χθες, αφού έκανε πρώτα μπάνιο κι έλουσε τα μαλλιά της με το σαμπουάν που είχε φέρει μαζί της από το σπίτι. Μετά, πήρε το κινητό και την τσάντα της, και πήγε να βρει τον Άγγελο στην τραπεζαρία. «Καλώς την, καλημέρα». «Αχ γιατί δε με ξύπνησες»; «Δεν έβλεπα τον λόγο για κάτι τέτοιο, ξεκουράστηκες»; «Για τα καλά, και σου το οφείλω, εσύ»; Η Έλλη του χαμογέλασε με ζεστασιά και κάθισε απέναντι του, αφήνοντας το πιάτο της στο τραπέζι. «Όχι βέβαια, δεν έκανα κάτι σπουδαίο, κοιμήθηκα καλά κι εγώ, και ίσως να σου το οφείλω με τη σειρά μου. Λοιπόν, όσο θα τρώμε θα σου πω τι έμαθα από τον Πέτρο μόλις τώρα, και μετά θα σου δείξω και το σχέδιο του σπαθιού που ετοίμασα χθες. Ο ιδιοκτήτης της Αθηνάς, λείπει στο εξωτερικό πριν από τα χριστούγεννα, κι έτσι, δε μπορεί να είναι αυτός που έκανε τους φόνους, αναζητούνται όμως όλοι του οι φίλοι και οι γνωστοί για να συνδράμουν όπως μπορούν στην υπόθεση. Επίσης, η εικόνα που έπιασαν οι κάμερες από τον δολοφόνο, μετά από την κατάλληλη επεξεργασία, αποδείχθηκε πως ταιριάζει με αυτή που είχε φτιάξει ο σκιτσογράφος της Σκότλαντ γιάρντ». Η Έλλη κούνησε το κεφάλι της τρώγοντας το κέικ της. «Μάλιστα, υπάρχει κανένα νέο για τις κοπέλες»; Ο Άγγελος έγνεψε αρνητικά. «Όχι ακόμη, μα λογικά δε θα αργήσει να υπάρξει. Ο Πέτρος περιμένει την Κάτια να πάει στο γραφείο, σήμερα θα έχουμε καινούρια στοιχεία. Έλα να δεις, σου φαίνεται καλή αυτή η φωτογραφία»; Γύρισε την οθόνη προς το μέρος της και της έδειξε το σπαθί με το ρουμπίνι και το χρυσάνθεμο, ήταν αστραφτερό και γυμνό από οποιοδήποτε σύμβολο. Η Έλλη κούνησε πολλές φορές επιδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Είναι έξοχη Άγγελε, όπως και το κείμενο που τη συνοδεύει». Διάβασε τις λίγες γραμμές που είχε προσθέσει εκείνος από κάτω. Συνέχισαν να τρώνε κουβεντιάζοντας για την ομορφιά του σπαθιού αυτού, και κάνοντας εικασίες για την προέλευση του. Για τον Άγγελο δεν υπήρχε αμφιβολία πως το όπλο ήταν πραγματικό. Όταν η ώρα κόντευε δέκα, σηκώθηκαν κι ανέβηκαν στο δικό του δωμάτιο σαν να το είχαν συνεννοηθεί. Εκεί, τακτοποίησαν τον φορητό υπολογιστή πάνω στο γραφείο. Ο Άγγελος τράβηξε και τη δική της καρέκλα πιο κοντά και της έγνεψε να καθίσει. «Για φαντάσου να μάθουμε κάτι για το σπαθί, αλήθεια, τι θα σημαίνει αν ανακαλύψουμε ο,τιδήποτε σχετικό με αυτό»; Η Έλλη τον κοίταξε με ελπίδα. «Προφανώς πως κάτι από όσα μας περιτριγυρίζουν το νου έγιναν κάποτε». «Ναι μα δε θα μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ με ασφάλεια κάτι πολύ συγκεκριμένο». «Και τι με αυτό; Εμείς θα κάνουμε την προσπάθεια μας». Ο Άγγελος συνδέθηκε στην ιστοσελίδα στις δέκα παρά πέντε. Ένα φωτεινό μήνυμα τους καλωσόρισε, και η Έλλη τον βοήθησε να επιλέξει πιο γρήγορα τα σωστά πεδία. Στις δέκα ακριβώς, μια πράσινη ένδειξη άναψε, και το μήνυμα που εμφανιζόταν στην κορυφή άλλαξε, αυτό που εμφανίστηκε την στιγμή εκείνη, τους καλούσε να ορίσουν το αντικείμενο της αναζήτησης. Ο Άγγελος έκανε κλικ στην επιλογή που υπήρχε για τα όπλα, κι όταν χρειάστηκε να την εξειδικεύσει, δοκίμασε να διαλέξει τον χρυσό και τα διάφορα μέταλλα. Όταν του ζητήθηκε να θέσει το χρονικό όριο επέλεξε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, επεκτείνοντας όμως τα όρια και μέχρι τον μεσαίωνα. Κάθε τόσο, σήκωνε το βλέμμα από τον υπολογιστή και κοιτούσε την Έλλη για να της αποσπάσει την έγκριση της. «Συμφωνώ με όλες σου τις επιλογές, μη διστάζεις, προχώρα». Τέλος, ανέβασε την εικόνα του σπαθιού και επικόλλησε και το μικρό κείμενο από κάτω. Μετά, πάτησε το πλήκτρο ok και βάλθηκε να περιμένει, με την Έλλη να κάνει ακριβώς το ίδιο. Πάγωσαν και οι δυο όταν η οθόνη μαύρισε, κι ασυναίσθητα ένωσαν τα χέρια τους μέσα στην απογοήτευση τους, η οποία ευτυχώς όμως, δεν κράτησε πολύ. Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, ένα γαλάζιο πλαίσιο εμφανίστηκε στο κέντρο της ιστοσελίδας, το εσωτερικό του οποίου καλύφθηκε σύντομα με γράμματα που μετατράπηκαν σε λέξεις: «Ένα ιστορικό σπάνιο αντικείμενο βρέθηκε, το οποίο και πληροί όλες τις προυποθέσεις οι οποίες εισήχθησαν». Ο Άγγελος έκανε κλικ στην επιλογή επόμενο, ενώ η Έλλη δεν άντεξε άλλο και πήδηξε από τη θέση της. «Το σπαθί αυτό, που σφυρηλατήθηκε από ατόφιο χρυσό το δώρισε στον βασιλιά των Φράγκων Κλόβις Α, ένας από τους ευγενής της αυλής του, σε ένδειξη σεβασμού, αγάπης και υποτέλειας. Σήμερα φυλάσσεται σε μουσείο του Παρισιού. Η βασιλεία του Κλόβις του Α, διήρκεσε από το 481 ως το 511μ.Χ.». Το πλαίσιο συνέχισε να αναβοσβήνει κι ο Άγγελος πάτησε τη μεγέθυνση για να δουν καλύτερα και την εικόνα του αυθεντικού σπαθιού που το συνόδευε. Ήταν πολύ καθαρή, ούτε ένα σύμβολο δεν υπήρχε πάνω στην επιφάνεια του όπλου. Το ρουμπίνι ήταν κωνικό και τεράστιο, ενώ το χρυσάνθεμο ήταν κατάλευκο. Μετά από λίγα λεπτά, κατάλαβαν πως δεν υπήρχε κάτι άλλο να δουν εκεί, κι αποχώρησαν από την ιστοσελίδα, κάνοντας πρώτα μια δωρεά, κι αξιολογώντας την αναζήτηση σαν πολύ καλή». «Υπάρχει, το σπαθί αυτό υπάρχει». Η Έλλη έπεσε στην αγκαλιά του χάνοντας τα τελείως από τη χαρά της. Εκείνος, παραμέρισε την καρέκλα της και την έσφιξε με μανία, αφήνοντας για λίγο ελεύθερα τα συναισθήματα του που είχαν αρχίσει όχι μόνο να διαμορφώνονται μα και να φουντώνουν. Άρχισε να τη φιλάει περνώντας τα χέρια του μέσα από το φόρεμα της. Ήξερε πως έπρεπε να σταματήσει αλλά δε μπορούσε. «Άρα, ο Έριλ και η Ολίνα μπορεί να έζησαν κάποτε κι εκείνοι, και να έγινε η αρχή στην εποχή του βασιλιά αυτού για παράδειγμα, με άλλα ονόματα ενδεχομένως, και κάτι από αυτούς να υπάρχει μέσα μας, έτσι δεν είναι»; Η Έλλη τον κοίταξε με έξαψη. «Ναι Έλλη, νομίζω πως έτσι ακριβώς είναι». Ο άνδρας τη φίλησε ξανά με όλη του τη δύναμη, κι εκείνη δεν τον σταμάτησε. «Μπορώ να σου το βγάλω αυτό; Ξέρω πως κανονικά θα πρέπει να περιμένω χρόνια, αλλά για σκέψου και το ενδεχόμενο να έχω περιμένει ήδη 15 αιώνες»; Εκείνη δε δίστασε. Ήξερε πως αργότερα μπορεί και να μετάνιωνε μα η στιγμή αυτή ήταν που μετρούσε, και ήταν κάτι παραπάνω από μοναδική. Κι αυτό δε μπορούσε να το παραβλέψει. «Μπορείς Άγγελε, είναι πολλοί 15 αιώνες». Τον άφησε να την γδύσει, συνειδητοποιώντας πως με κάθε του χάδι, το βουητό γινόταν τραγούδι σωστό, και το κάψιμο γλύκαινε μα και άναβε ταυτοχρόνως. Ήταν σαν να κολυμπούσε μαζί του στη λίμνη του χρυσού παλατιού. Δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε αγωνία, μόνο λαχτάρα κι ανάγκη, και μια τέτοια πληρότητα που τη διαπερνούσε ολόκληρη σαν ρεύμα, καθώς επεκτεινόταν όχι μόνο στο σώμα της, μα και στην ψυχή και στο μυαλό της που σχεδόν ούρλιαζαν κι αυτά για να την βιώσουν και να τη γευτούν.

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα