18

539 97 6
                                    

Ο Άγγελος έφτασε στο σπίτι της Έλλης πριν από εκείνη. Δε μπήκε όμως μέσα, αντιθέτως, έσβησε τη μηχανή και παρέμεινε στο αυτοκίνητο να την περιμένει. Μόνο όταν έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας είδε τα φώτα του αυτοκινήτου της κατέβηκε ανακουφισμένος. Του είχε κολλήσει στο μυαλό πως εκείνη είχε πάει κάπου που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κανονικά. Την είδε να κατεβαίνει και προσπάθησε από τη γλώσσα του σώματος της να καταλάβει την ψυχολογική της κατάσταση. Ήρεμη έδειχνε, αν και οι κινήσεις της ήταν κάπως μηχανικές κι αυτοματοποιημένες. Το κάψιμο και η βουή στο κεφάλι του που επίσης είχαν διακοπεί εκείνο το πρωί επανήλθαν με τη συνηθισμένη τους ένταση. Η Έλλη τον είδε και προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Πάμε μέσα, πότε έφτασες»; «Πριν από ένα τέταρτο περίπου». Ο Άγγελος την πήρε από το μπράτσο χωρίς να ξέρει το γιατί, η μικρή όμως αυτή επαφή με το σώμα της του έδωσε μεγάλη ευχαρίστηση. «Και τότε γιατί δε μπήκες στο σπίτι; Αφού το έχεις το κλειδί». «Επειδή προτίμησα να μπούμε μαζί. Πού είχες πάει αλήθεια»; Μόνο όταν μπήκαν στο σπίτι κι άναψε η Έλλη τα φώτα στο διάδρομο, στην κουζίνα και στο σαλόνι μπόρεσε να τη δει καλύτερα. Ήταν πολύ όμορφη, κι αυτό το φόρεμα δεν το είχε ξαναδεί. Η Έλλη άφησε σε έναν καναπέ την τσάντα της αφού πήρε από μέσα το κινητό της. «Σήμερα έγιναν τα εγκαίνια ενός ξενοδοχείου που έχει πάρει το όνομα Γαλάζια τουλίπα». Ο Άγγελος χλόμιασε μα μπήκε μαζί της στην κουζίνα. Ήταν φανερό πως εκεί θα κάθονταν να αναλύσουν τα δεδομένα πάνω από μια τουλάχιστον κούπα τσαγιού ο καθένας. «Κι εσύ πώς το ξέρεις; Κι από πότε συχνάζεις σε τόσο ακριβά ξενοδοχεία; Οι πελάτες που θα κοιμηθούν απόψε εκεί θα πληρώσουν τόσα χρήματα για μια βραδιά που εσύ θα δουλέψεις μισό μήνα για να τα βγάλεις». Η Έλλη γέμισε με νερό τον βραστήρα και πήρε από το ράφι το ίδιο τσάι που είχαν πιει και την άλλη φορά. «Το ξέρω κι ούτε πηγαίνω συχνά σε τέτοιες εκδηλώσεις, αλλά έτυχε να με προσκαλέσει προσωπικά ο ιδιοκτήτης». Το σάστισμα του Άγγελου έγινε ακόμη μεγαλύτερο. «Ο Ερρίκος Τζανής; Κι από πού σε ξέρει»; Η Έλλη στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ξεκίνησα να τον βλέπω εδώ και λίγες μέρες, γιατί; Έχουμε ήδη ολοκληρώσει δυο συνεδρίες». Ο Άγγελος έσμιξε τα φρύδια με ειλικρινές ξάφνιασμα, μα και με μια καθαρότατη αποδοκιμασία. «Ο Ερρίκος έχει λεφτά να φάνε και οι κότες. Τι δουλειά έχει να έρθει σε μια τέτοια δημόσια υπηρεσία υποστήριξης»; «Έχει δοκιμάσει μου είπε αρκετούς ιδιώτες αλλά από κάποιον άκουσε πολύ καλά λόγια για εμένα. Μα γιατί κάνεις έτσι; Μια χαρά άνθρωπος δείχνει». «Μπορεί να δείχνει όπως το λες Έλλη, αλλά θα ήθελα να σε παρακαλέσω να μείνεις μακριά του κατά το δυνατό. Είναι πολύ βρώμικος επιχειρηματίας, κάπως αδίστακτος». «Τον ξέρεις λοιπόν, λυπάμαι Άγγελε αλλά δε μπορώ να πάψω να τον βλέπω χωρίς προφανή λόγο». Αφού ετοιμάστηκε το τσάι, του γέμισε μια κούπα και μετά πήρε κι εκείνη μια και κάθισε απέναντι του. Κάτι στον τρόπο που είχε μόλις μιλήσει για αυτόν δεν της άρεσε, θα φρόντιζε όμως να τον αγνοήσει για την ώρα. Και τα δικά της συμπτώματα είχαν επιστρέψει, γεγονός που δεν της προκάλεσε λύπη. «Τέλος πάντων, αυτό θα το επανεξετάσουμε, τι ακριβώς συνέβη»; Η Έλλη άρχισε να φυσάει το τσάι της για να κρυώσει καθώς του αφηγούταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Ο Άγγελος κάθε τόσο κουνούσε προβληματισμένος το κεφάλι. Να που είχε επαληθευτεί η σκέψη του. Ποιος όμως την παραμόνευε και γιατί; «Μπορώ να το ακούσω αυτό το κομμάτι»; Η Έλλη έγνεψε καταφατικά και του έδωσε το κινητό της αφού το ξεκλείδωσε. Ο Άγγελος τότε άγγιξε την οθόνη μερικές φορές, και λίγες στιγμές αργότερα το κομμάτι γέμισε την κουζίνα. Η Έλλη δάγκωσε δυνατά τα χείλη της αλλά δεν έκανε καμία άλλη κίνηση, αν και είχε πάλι αρχίσει να νιώθει δυσάρεστα. Όσο για τον Άγγελο, από τις πρώτες κιόλας νότες κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Δε σχολίασε όμως τίποτα μέχρι που έφτασε στο τέλος η κλήση. «Είναι σύνθεση του Μπαχ, πιο συγκεκριμένα ένα μινουέτο σε σολ μείζονα. Υποθέτω πως θα ξέρεις πως ο χαρακτήρας των έργων αυτών είναι κοσμικός, αφού τα μινουέτα είναι χοροί». Η Έλλη ήπιε λίγο ακόμη τσάι. «Ναι, αυτό το ξέρω πράγματι, το νόημα που κρύβει μέσα του το συγκεκριμένο κομμάτι μου διαφεύγει». «Αυτό ισχύει και με εμένα Έλλη. Και δυστυχώς δεν ακούγεται και τίποτα άλλο, ούτε καν μια ανεπαίσθητη αναπνοή. Είσαι σίγουρη πως δεν έπιασες κανέναν να σε κοιτάζει επίμονα ή κάπως ενοχλητικά»; «Ω ναι, κανείς δε μου έδωσε σημασία Άγγελε. Δεν ξέρω τι γίνεται με τον Μπαχ, αλλά όλα αυτά μου δείχνουν έντονη διαστροφή». «Δε διαφωνώ αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαία η επιλογή του κομματιού αυτού. Κάτι μου είπες και για ένα e-mail στο τηλέφωνο, έτσι δεν είναι»; Της επέστρεψε το τηλέφωνο και η Έλλη συνδέθηκε βιαστικά στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο. «Ναι ακριβώς, είδα πως είχε φτάσει λίγη ώρα νωρίτερα ένα καινούριο αλλά δεν το άνοιξα. Και τώρα που το έχω εδώ μπροστά μου έχω να σου πω πως τον αποστολέα δεν τον γνωρίζω αφού η ηλεκτρονική του διεύθυνση δεν υπάρχει πουθενά στη λίστα επαφών μου. Επίσης, βλέπω να μας περιμένουν και πέντε συνημμένα». «Θέλεις να τα ανοίξω εγώ; Γιατί δεν πας να ξεντυθείς; Είναι πολύ ωραίο το φόρεμα σου, και θα ήταν κρίμα να το λερώσεις με το τσάι». Η Έλλη το σκέφτηκε για μια στιγμή αλλά τελικά του έδωσε ξανά το τηλέφωνο και μετά σηκώθηκε. Όσο οδηγούσε για να γυρίσει στο σπίτι ένιωθε ταραγμένη αλλά καθώς περνούσε η ώρα εξασθενούσε και η ταραχή της. Γιατί να μην το έβλεπε αυτό σαν κάτι ανώδυνο; Στο κάτω- κάτω τίποτα κακό δεν της είχε κάνει, αν βέβαια δεχόταν τον ισχυρισμό πως ήταν όλα αυτά κόλπα του ανθρώπου που σκότωσε τις τρεις νεαρές γυναίκες. «Έχεις δίκιο, κι εμένα μου αρέσει, αν κι ομολογώ πως δε μου δίνεται η ευκαιρία να το φοράω συχνά αφού δε βγαίνω πολύ». «Αυτό μπορεί πάντα να αλλάξει Έλλη, στο χέρι σου είναι». Ο Άγγελος της χαμογέλασε ζεστά, κάνοντας πάλι το βουητό στο κεφάλι της να μετατραπεί σε τραγούδι. Όταν την είδε να βγαίνει από την κουζίνα, άνοιξε τα πρώτα συνημμένα. Κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για κάρτες σχεδιασμένες και φτιαγμένες από τον ίδιο άνθρωπο που είχε φτιάξει και τα σπαθιά με τα ρουμπίνια και τα χρυσάνθεμα. Εστίασε στην πρώτη και ο πόνος έκανε το στομάχι του να συσπαστεί βίαια. Κανένας ήχος όμως δε βγήκε από τα χείλη του. Ήπιε μια καλή ποσότητα τσαγιού για να νιώσει καλύτερα. Η κάρτα έδειχνε μια πανέμορφη πριγκίπισσα που ήταν ολόιδια η Έλλη, ή αλλιώς η Ολίνα. Η κορόνα στο κεφάλι με τα κατακόκκινα μαλλιά ήταν γεμάτη χρυσάνθεμα, κίτρινα και λευκά, και το φόρεμα άσπρο... Η δεύτερη κάρτα που άνοιξε ήταν εκείνη που είχε πάρει η Κλέλια για τα γενέθλια της το πρωί. Έσφιξε τα δόντια νιώθοντας τα χέρια και τα πόδια του να γίνονται άκαμπτα. Τι είχε πάνω του αυτό το στιλέτο; Κι αυτό το παλάτι το ήξερε καλά, ήταν πολύ γνωστό και οικείο... Σχεδόν ήξερε να πει με βεβαιότητα πόσοι κρυμμένοι λαβύρινθοι υπήρχαν σε αυτό, και που οδηγούσε ο καθένας... Και η λίμνη ήταν όμορφη, αλλά γιατί του έφερνε κάτι ανάμεικτο;

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα