Στο κόκκινο

By princessalira

37.3K 4.9K 562

Πρώτο βιβλίο: Έλλη και Άγγελος... Δυο άνθρωποι με πολλά περισσότερα κοινά από ό,τι νόμιζαν... Οι δρόμοι τους... More

Έρχεται
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
Μήνυμα

18

542 97 6
By princessalira

Ο Άγγελος έφτασε στο σπίτι της Έλλης πριν από εκείνη. Δε μπήκε όμως μέσα, αντιθέτως, έσβησε τη μηχανή και παρέμεινε στο αυτοκίνητο να την περιμένει. Μόνο όταν έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας είδε τα φώτα του αυτοκινήτου της κατέβηκε ανακουφισμένος. Του είχε κολλήσει στο μυαλό πως εκείνη είχε πάει κάπου που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κανονικά. Την είδε να κατεβαίνει και προσπάθησε από τη γλώσσα του σώματος της να καταλάβει την ψυχολογική της κατάσταση. Ήρεμη έδειχνε, αν και οι κινήσεις της ήταν κάπως μηχανικές κι αυτοματοποιημένες. Το κάψιμο και η βουή στο κεφάλι του που επίσης είχαν διακοπεί εκείνο το πρωί επανήλθαν με τη συνηθισμένη τους ένταση. Η Έλλη τον είδε και προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Πάμε μέσα, πότε έφτασες»; «Πριν από ένα τέταρτο περίπου». Ο Άγγελος την πήρε από το μπράτσο χωρίς να ξέρει το γιατί, η μικρή όμως αυτή επαφή με το σώμα της του έδωσε μεγάλη ευχαρίστηση. «Και τότε γιατί δε μπήκες στο σπίτι; Αφού το έχεις το κλειδί». «Επειδή προτίμησα να μπούμε μαζί. Πού είχες πάει αλήθεια»; Μόνο όταν μπήκαν στο σπίτι κι άναψε η Έλλη τα φώτα στο διάδρομο, στην κουζίνα και στο σαλόνι μπόρεσε να τη δει καλύτερα. Ήταν πολύ όμορφη, κι αυτό το φόρεμα δεν το είχε ξαναδεί. Η Έλλη άφησε σε έναν καναπέ την τσάντα της αφού πήρε από μέσα το κινητό της. «Σήμερα έγιναν τα εγκαίνια ενός ξενοδοχείου που έχει πάρει το όνομα Γαλάζια τουλίπα». Ο Άγγελος χλόμιασε μα μπήκε μαζί της στην κουζίνα. Ήταν φανερό πως εκεί θα κάθονταν να αναλύσουν τα δεδομένα πάνω από μια τουλάχιστον κούπα τσαγιού ο καθένας. «Κι εσύ πώς το ξέρεις; Κι από πότε συχνάζεις σε τόσο ακριβά ξενοδοχεία; Οι πελάτες που θα κοιμηθούν απόψε εκεί θα πληρώσουν τόσα χρήματα για μια βραδιά που εσύ θα δουλέψεις μισό μήνα για να τα βγάλεις». Η Έλλη γέμισε με νερό τον βραστήρα και πήρε από το ράφι το ίδιο τσάι που είχαν πιει και την άλλη φορά. «Το ξέρω κι ούτε πηγαίνω συχνά σε τέτοιες εκδηλώσεις, αλλά έτυχε να με προσκαλέσει προσωπικά ο ιδιοκτήτης». Το σάστισμα του Άγγελου έγινε ακόμη μεγαλύτερο. «Ο Ερρίκος Τζανής; Κι από πού σε ξέρει»; Η Έλλη στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ξεκίνησα να τον βλέπω εδώ και λίγες μέρες, γιατί; Έχουμε ήδη ολοκληρώσει δυο συνεδρίες». Ο Άγγελος έσμιξε τα φρύδια με ειλικρινές ξάφνιασμα, μα και με μια καθαρότατη αποδοκιμασία. «Ο Ερρίκος έχει λεφτά να φάνε και οι κότες. Τι δουλειά έχει να έρθει σε μια τέτοια δημόσια υπηρεσία υποστήριξης»; «Έχει δοκιμάσει μου είπε αρκετούς ιδιώτες αλλά από κάποιον άκουσε πολύ καλά λόγια για εμένα. Μα γιατί κάνεις έτσι; Μια χαρά άνθρωπος δείχνει». «Μπορεί να δείχνει όπως το λες Έλλη, αλλά θα ήθελα να σε παρακαλέσω να μείνεις μακριά του κατά το δυνατό. Είναι πολύ βρώμικος επιχειρηματίας, κάπως αδίστακτος». «Τον ξέρεις λοιπόν, λυπάμαι Άγγελε αλλά δε μπορώ να πάψω να τον βλέπω χωρίς προφανή λόγο». Αφού ετοιμάστηκε το τσάι, του γέμισε μια κούπα και μετά πήρε κι εκείνη μια και κάθισε απέναντι του. Κάτι στον τρόπο που είχε μόλις μιλήσει για αυτόν δεν της άρεσε, θα φρόντιζε όμως να τον αγνοήσει για την ώρα. Και τα δικά της συμπτώματα είχαν επιστρέψει, γεγονός που δεν της προκάλεσε λύπη. «Τέλος πάντων, αυτό θα το επανεξετάσουμε, τι ακριβώς συνέβη»; Η Έλλη άρχισε να φυσάει το τσάι της για να κρυώσει καθώς του αφηγούταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Ο Άγγελος κάθε τόσο κουνούσε προβληματισμένος το κεφάλι. Να που είχε επαληθευτεί η σκέψη του. Ποιος όμως την παραμόνευε και γιατί; «Μπορώ να το ακούσω αυτό το κομμάτι»; Η Έλλη έγνεψε καταφατικά και του έδωσε το κινητό της αφού το ξεκλείδωσε. Ο Άγγελος τότε άγγιξε την οθόνη μερικές φορές, και λίγες στιγμές αργότερα το κομμάτι γέμισε την κουζίνα. Η Έλλη δάγκωσε δυνατά τα χείλη της αλλά δεν έκανε καμία άλλη κίνηση, αν και είχε πάλι αρχίσει να νιώθει δυσάρεστα. Όσο για τον Άγγελο, από τις πρώτες κιόλας νότες κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Δε σχολίασε όμως τίποτα μέχρι που έφτασε στο τέλος η κλήση. «Είναι σύνθεση του Μπαχ, πιο συγκεκριμένα ένα μινουέτο σε σολ μείζονα. Υποθέτω πως θα ξέρεις πως ο χαρακτήρας των έργων αυτών είναι κοσμικός, αφού τα μινουέτα είναι χοροί». Η Έλλη ήπιε λίγο ακόμη τσάι. «Ναι, αυτό το ξέρω πράγματι, το νόημα που κρύβει μέσα του το συγκεκριμένο κομμάτι μου διαφεύγει». «Αυτό ισχύει και με εμένα Έλλη. Και δυστυχώς δεν ακούγεται και τίποτα άλλο, ούτε καν μια ανεπαίσθητη αναπνοή. Είσαι σίγουρη πως δεν έπιασες κανέναν να σε κοιτάζει επίμονα ή κάπως ενοχλητικά»; «Ω ναι, κανείς δε μου έδωσε σημασία Άγγελε. Δεν ξέρω τι γίνεται με τον Μπαχ, αλλά όλα αυτά μου δείχνουν έντονη διαστροφή». «Δε διαφωνώ αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαία η επιλογή του κομματιού αυτού. Κάτι μου είπες και για ένα e-mail στο τηλέφωνο, έτσι δεν είναι»; Της επέστρεψε το τηλέφωνο και η Έλλη συνδέθηκε βιαστικά στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο. «Ναι ακριβώς, είδα πως είχε φτάσει λίγη ώρα νωρίτερα ένα καινούριο αλλά δεν το άνοιξα. Και τώρα που το έχω εδώ μπροστά μου έχω να σου πω πως τον αποστολέα δεν τον γνωρίζω αφού η ηλεκτρονική του διεύθυνση δεν υπάρχει πουθενά στη λίστα επαφών μου. Επίσης, βλέπω να μας περιμένουν και πέντε συνημμένα». «Θέλεις να τα ανοίξω εγώ; Γιατί δεν πας να ξεντυθείς; Είναι πολύ ωραίο το φόρεμα σου, και θα ήταν κρίμα να το λερώσεις με το τσάι». Η Έλλη το σκέφτηκε για μια στιγμή αλλά τελικά του έδωσε ξανά το τηλέφωνο και μετά σηκώθηκε. Όσο οδηγούσε για να γυρίσει στο σπίτι ένιωθε ταραγμένη αλλά καθώς περνούσε η ώρα εξασθενούσε και η ταραχή της. Γιατί να μην το έβλεπε αυτό σαν κάτι ανώδυνο; Στο κάτω- κάτω τίποτα κακό δεν της είχε κάνει, αν βέβαια δεχόταν τον ισχυρισμό πως ήταν όλα αυτά κόλπα του ανθρώπου που σκότωσε τις τρεις νεαρές γυναίκες. «Έχεις δίκιο, κι εμένα μου αρέσει, αν κι ομολογώ πως δε μου δίνεται η ευκαιρία να το φοράω συχνά αφού δε βγαίνω πολύ». «Αυτό μπορεί πάντα να αλλάξει Έλλη, στο χέρι σου είναι». Ο Άγγελος της χαμογέλασε ζεστά, κάνοντας πάλι το βουητό στο κεφάλι της να μετατραπεί σε τραγούδι. Όταν την είδε να βγαίνει από την κουζίνα, άνοιξε τα πρώτα συνημμένα. Κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για κάρτες σχεδιασμένες και φτιαγμένες από τον ίδιο άνθρωπο που είχε φτιάξει και τα σπαθιά με τα ρουμπίνια και τα χρυσάνθεμα. Εστίασε στην πρώτη και ο πόνος έκανε το στομάχι του να συσπαστεί βίαια. Κανένας ήχος όμως δε βγήκε από τα χείλη του. Ήπιε μια καλή ποσότητα τσαγιού για να νιώσει καλύτερα. Η κάρτα έδειχνε μια πανέμορφη πριγκίπισσα που ήταν ολόιδια η Έλλη, ή αλλιώς η Ολίνα. Η κορόνα στο κεφάλι με τα κατακόκκινα μαλλιά ήταν γεμάτη χρυσάνθεμα, κίτρινα και λευκά, και το φόρεμα άσπρο... Η δεύτερη κάρτα που άνοιξε ήταν εκείνη που είχε πάρει η Κλέλια για τα γενέθλια της το πρωί. Έσφιξε τα δόντια νιώθοντας τα χέρια και τα πόδια του να γίνονται άκαμπτα. Τι είχε πάνω του αυτό το στιλέτο; Κι αυτό το παλάτι το ήξερε καλά, ήταν πολύ γνωστό και οικείο... Σχεδόν ήξερε να πει με βεβαιότητα πόσοι κρυμμένοι λαβύρινθοι υπήρχαν σε αυτό, και που οδηγούσε ο καθένας... Και η λίμνη ήταν όμορφη, αλλά γιατί του έφερνε κάτι ανάμεικτο;

«Ήρθα, τι βλέπεις με τόση προσήλωση»; Η Έλλη πήγε και στάθηκε από πάνω του αλλά μόλις είδε το χρώμα του προσώπου του, έχασε κάθε διάθεση να αστειευτεί μαζί του. «Τι έχεις; Σε πονάει πάλι το στομάχι; Κι αυτά που κοιτάς τι είναι»; Θέλησε να του πάρει το τηλέφωνο αλλά εκείνος το κάλυψε και με τα δυο του χέρια σφίγγοντας το απεγνωσμένα. «Θα τα δεις αργότερα Έλλη όλα, δεν είναι»... «Το τηλέφωνο είναι δικό μου, κι εγώ είμαι ο παραλήπτης αυτής της αισχρότητας. Για αυτό σε παρακαλώ πολύ να μου το δώσεις και να μου επιτρέψεις να δω αυτά που βλέπεις κι εσύ». «Εγώ σε παρακαλώ να το κάνουμε αυτό κάποια άλλη στιγμή». Ο Άγγελος πάσχιζε να πάρει ανάσα εξακολουθώντας να κρατάει πάντα το τηλέφωνο, έτσι κι εκείνη πήγε και του γέμισε ένα ποτήρι με κρύο νερό από το ψυγείο. «Σε παρακαλώ, πιες το και δώσε μου το τηλέφωνο». Ο Άγγελος ένιωσε να κυριεύεται από μια έντονη απογοήτευση αλλά της έκανε το χατίρι να της το δώσει. Θα ήταν μάταιο να προσπαθεί να της τα κρύβει όλα. Ακόμη κι αν τα διέγραφε που κανένα δικαίωμα δεν είχε να τα διαγράψει, ποιος του έλεγε πως δε θα έφταναν κι άλλα τέτοια πράγματα στο τηλέφωνο της αύριο το πρωί ή κι αργότερα απόψε ακόμη; Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πέρα δώθε μέσα στην κουζίνα. Από τη μια η συνάντηση του με την Αλίκη και την Κλέλια, από την άλλη το γεγονός πως η Έλλη είχε πάει να δει τον Ερρίκο στη Γαλάζια τουλίπα τον είχαν τσακίσει... Μα πώς τα έφερνε έτσι η ζωή; «Εγώ είμαι, ή μάλλον όχι, είναι η Ολίνα, η οποία ήταν πριγκίπισσα. Να, κρατάει και το στιλέτο με το ρουμπίνι και το χρυσάνθεμο»... Η Έλλη άρχισε να τραυλίζει ακατάληπτα. Όλος της ο κόσμος είχε αρχίσει να περιστρέφεται αλλά αντί να παλέψει να αρπαχτεί από τα νήματα που την ένωναν ακόμη με τη σύγχρονη πραγματικότητα και το παρόν, είχε βουλιάξει στο σκοτεινό παρελθόν που τη στοίχειωνε εδώ και μερικές ημέρες. «Κι αυτό το παλάτι το γνωρίζω καλά, σε αυτό ζούσε η Ολίνα... Ναι, και τη λίμνη την ξέρω, κάποια φρικτή τραγωδία έκρυβε κι αυτή, μα και κάποια μεγάλη χαρά»... Ο Άγγελος μην ξέροντας τι να κάνει, γονάτισε μπροστά της κι άπλωσε τα χέρια του. Τα τύλιξε γύρω της μιλώντας της όσο πιο γλυκά μπορούσε, αν και δεν ένιωθε κι αυτός πολύ καλύτερα: «Έλα να δούμε αύριο τις υπόλοιπες κάρτες, σε παρακαλώ»... Αυτός που τις είχε στείλει, είχε αφαιρέσει από το περιθώριο τις ευχές για χρόνια πολλά στην Κλέλια, κι έτσι τους ήταν αδύνατο να μάθουν πως τις είχε στείλει όλες και σε εκείνη. «Όχι, θέλω τώρα να δούμε και τις άλλες κάρτες, μπορεί αύριο να είναι αργά»... Η Έλλη άνοιξε το τρίτο συνημμένο κι ο Άγγελος αντί να σκύψει περισσότερο, την πήρε στην αγκαλιά του καθώς βολευόταν όσο καλύτερα μπορούσε στο χαλί της κουζίνας. Πάλι καλά που ήταν ζεστό το δάπεδο. Στην Τρίτη κάρτα, ένας ιππότης που δεν ήταν ο Έριλ, ύψωνε το σπαθί του πάνω από την Ολίνα παίρνοντας μάλλον κάποιο βαρύ όρκο, ενώ εκείνη κρατούσε στο ένα της χέρι ένα χρυσό κλουβί με κάποιο μικρό πουλί φυλακισμένο στο εσωτερικό του, και στο άλλο ένα χρυσό σκήπτρο που είχε πάνω του το ίδιο έμβλημα που κοσμούσε και το φόρεμα που είχε ονειρευτεί εκείνη την πρώτη φορά. Μα και πάλι, αυτό δε διακρινόταν καθαρά. Δάκρυσαν και οι δυο χωρίς ωστόσο να αντιλαμβάνονται το γιατί. Η Έλλη συνέχιζε να κρατάει το τηλέφωνο περνώντας στην τέταρτη κάρτα, ενώ ο Άγγελος συνέχιζε να την κρατάει κολλώντας τη πάνω του. Ο πόνος στο στομάχι του τον τρέλαινε, αλλά σταδιακά είχε κατά κάποιον τρόπο αρχίσει να τον συνηθίζει όσο ανυπόφορος κι αν ήταν, γιατί δεν τον ένιωθε κι απόλυτα δικό του...

Εδώ διακρινόταν επιτέλους και ο Έριλ. Ήταν ντυμένος με μια πλούσια διακοσμημένη με σιρίτια στολή, ενώ από τη μέση του κρεμόταν και το σπαθί που τον συνόδευε παντού και πάντα. Στεκόταν κάτω ακριβώς από το καγκελόφρακτο παράθυρο της Ολίνας, και είχε το δεξί του χέρι απλωμένο, μόνο που από αυτό ξεπετάγονταν φλόγες που γλιστρούσαν προς εκείνη μέσα από τα κάγκελα. Η ίδια η Ολίνα πάλι, δε φαινόταν ταραγμένη ούτε και καθόλου ανήσυχη. Στεκόταν όρθια στο κέντρο του δωματίου της και είχε στην αγκαλιά της ένα μωρό, το οποίο και ήταν μάλλον κοιμισμένο. Φαινόταν πως του τραγουδούσε γλυκά, ενώ στα χείλη της είχε ένα χαμόγελο γεμάτο φως. Αγνοούσε και τον Έριλ και τις φλόγες που εξαπέλυε εκείνος προς το μέρος της, αν κι αυτό το τελευταίο δεν ταίριαζε διόλου με όσα είχαν ονειρευτεί οι δυο τους. Γιατί στα δικά τους τα όνειρα, ο Έριλ ήταν αυτός που προσπαθούσε να τη σώσει και να τη γλιτώσει από τη φωτιά και την καταστροφή.

Η Έλλη είχε αρχίσει να ταλαντεύεται στα χέρια του Άγγελου, ο οποίος δεν είχε χάσει το τελευταίο του ψήγμα συνείδησης κι αποφάσισε να της αρπάξει το τηλέφωνο από τα χέρια προκειμένου να την επαναφέρει στην πραγματικότητα δίνοντας τέλος στην παραφροσύνη αυτή. Δε χρειάστηκε όμως ούτε αυτό να κάνει, αλλά ούτε και να την αγγίξει στο σημείο κάτω από το στήθος μήπως πετύχαινε κάτι και με τον τρόπο αυτό. Διότι, έτσι όπως άνοιξε η Έλλη το πέμπτο και τελευταίο συνημμένο, οι εικόνες των παραμυθιών, αν φυσικά ανήκαν σε τέτοια, χάθηκαν κι έδωσαν τη θέση τους σε κάτι εντελώς γήινο. Αυτό που κοιτούσαν και οι δυο πλέον, δεν ήταν άλλο από ένα νυφικό. Ήταν πολύ ωραίο κι αυτό, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως ήταν προιόν κατασκευασμένο στη σύγχρονη εποχή, στο σήμερα. Με την πρώτη ματιά που του έριξαν οι πόνοι εξασθένησαν κι έσβησαν, και οι παραισθήσεις έγιναν κι αυτές καπνός. Τα ακατάληπτα λόγια της γυναίκας έπαψαν ενώ το μόνο που δραπέτευε από τα χείλη της ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, ελαφρά παρατεταμένος.

Ο άνδρας της πήρε επιτέλους το τηλέφωνο από τα χέρια, αποσυνδέθηκε από το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο αδιαφορώντας αν εκείνη ήθελε να τα ξαναδεί όλα από την αρχή, κι αφού κλείδωσε την οθόνη, το έβαλε κι αυτό κάτω, από την πλευρά που δε μπορούσε όμως να το φτάσει εκείνη εύκολα. Μετά, αντί να τη βοηθήσει να ανασηκωθεί, την τύλιξε καλύτερα ανάμεσα στα χέρια του πιέζοντας τη πάνω του για να νιώσει τη ζεστασιά της μα και για να την κάνει να νιώσει κι εκείνη τη δική του. Η ανάσα του είχε επιστρέψει πάλι στο κανονικό αλλά ούτε που το πρόσεξε. Της χάιδεψε το πηγούνι, τα βλέφαρα και τα μάτια, τα χείλη της που ήταν απαλά και γυαλιστερά... Κι ύστερα τη φίλησε όπως είχε κάνει και την άλλη φορά...

«Ποια από τις δύο φιλάς αυτή τη στιγμή; Εμένα ή την Ολίνα»; Η Έλλη δεν είχε τραβηχτεί ούτε ελάχιστα. «Την άλλη φορά φιλούσα την Ολίνα, τώρα φιλάω και τις δυο»... Τη φίλησε για ώρα πολλή, χωρίς να νοιάζεται για τα λεπτά που περνούσαν, αλλά ούτε και για τις εικόνες που είχε μόλις δει μαζί της.

«Τι είναι όλα αυτά που γίνονται Άγγελε»; «Ήθελα να σε φιλήσω από την πρώτη στιγμή που σε είδα». «ποιος μας παίζει τέτοια παιχνίδια; Νιώθω πως κοντεύω να τρελαθώ». «Έχεις την πιο υπέροχη γεύση στον κόσμο Έλλη, και κάθε φορά που σε φιλάω, είναι σαν να φτάνω και λίγο πιο κοντά στο να ξεκλειδώσω το μυαλό σου». «Δεν είναι κλειδωμένο». «Είναι, κανείς δεν το έχει δει στην πραγματικότητα εκτός από εσένα την ίδια, ούτε κι ο Γιάννης».

«Αυτός που τα στέλνει όλα αυτά είναι τρελός»... «Τότε θα τον πολεμήσουμε κι εμείς με την τρέλα». Σταμάτησε να τη φιλάει μόνο όταν δεν έβρισκε κι εκείνη να του πει τίποτα άλλο για όλα όσα τους συνέβαιναν. Το σώμα της είχε χαλαρώσει και η επιθυμία της να κλάψει είχε περιοριστεί κατά πολύ. «Δεν ξέρεις πόσο καλό μου έκανες αυτή τη στιγμή... Αν ήμουν μόνη θα»... «Ξέρω τι θα έκανες αν ήσουν μόνη Έλλη, όμως δεν είσαι. Κι ούτε και χθες το βράδυ θα ήσουν αν δεν κλεινόσουν έτσι στον εαυτό σου, αν δεν το έκανες δε θα το έκανα ούτε κι εγώ. Για αυτό σταμάτα να το πολεμάς κι αυτό που σου συμβαίνει αλλά και εμένα. Γιατί δε δοκιμάζεις να το γνωρίζεις κι αυτό κι εμένα; Εγώ σου το είπα από την πρώτη στιγμή, πως το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να σε καταλάβω». Η γυναίκα τον κοίταξε για πολλές στιγμές, κι ύστερα άπλωσε το χέρι της κι άρχισε να του χαιδεύει το πρόσωπο κι αυτό που έκανε με τόση φυσικότητα τον Άγγελο τον σημάδεψε.

«Ήσουν λυπημένος πριν λίγο που ήρθες εδώ, έτσι δεν είναι»; «Ναι Έλλη, πολύ. Για ακόμη μια φορά συναντήθηκα με την ίδια την απόρριψη». «Το κατάλαβα αυτό. Τον λόγο δεν τον ξέρω αλλά κάποτε θα τον μάθω, έτσι δεν είναι»; «Αμέσως μόλις είσαι πραγματικά πρόθυμη να τον ακούσεις»... «Σήμερα το πρωί ήταν η πρώτη φορά από τότε που σε γνώρισα, που δεν ένιωσα το κάψιμο και το βουητό όταν ήμουν κοντά σου». «Κι εγώ το ίδιο, μπορεί να τα διώξαμε για λίγο με κάποιον τρόπο που δεν κατανοούμε». «Μα τώρα είναι ξανά εδώ, έτσι δεν είναι»; «Ναι, τώρα είναι και τα δυο εδώ και πάλι».

Ο Άγγελος την έσφιξε για τελευταία φορά κι ύστερα την έστησε στα πόδια της. Αφού δεν είχε να της δώσει απαντήσεις, έπρεπε να βαδίζει αργά κι ανιχνευτικά. Για την ώρα του έφτανε που δεν τον είχε διώξει. «Όμως αυτό που συμβαίνει είναι έξω από τα συνηθισμένα». «Αυτό είναι αλήθεια». Μάζεψαν μαζί τις μισοάδειες κούπες. «Θα στείλω τα πάντα στην Κάτια και στον Πέτρο προτού πάμε για ύπνο. Ξέρω πως δε σου είναι εύκολο, αλλά θέλω να σου ζητήσω να μη φοβάσαι». Η Έλλη που είχε συνέλθει για τα καλά έκανε μια γκριμάτσα παραίτησης. «Είναι απόκοσμος ο φόβος αυτός που νιώθω, σαν να μην πρόκειται για τον εαυτό μου, σαν να βιώνω κάτι άλλο. Λες να μάθουμε ποτέ ποιος είναι αυτός που μας σκοτώνει το νου; Λες να έχει καμιά σχέση με τη λέξη που βρήκαμε να σχηματίζουν τα σπαθιά»; Ο Άγγελος την πήρε από το χέρι. «Λέω πως θα τα ανακαλύψουμε όλα μα όχι απόψε. Σε ικετεύω να μην αναζητάς αυτή την ώρα συνδέσεις, ούτε με το παρόν ούτε με το παρελθόν, σε ικετεύω»... «Αύριο»; «Αύριο ναι, αλλά και τότε μαζί με εμένα κι όχι μόνη σου Έλλη». Βγήκαν από την κουζίνα και πήγαν προς το διάδρομο. «Το όνομα μου, το χρησιμοποιείς πολύ συχνά». «Σε ενοχλεί αυτό; Είναι επειδή μου αρέσει πάρα πολύ». Της χάιδεψε τα μαλλιά προσπαθώντας να αντισταθεί στην παρόρμηση να την πάρει πάλι αγκαλιά. «Όχι, ακούγεται καλά... Αυτή την κουβέντα έπρεπε να την κάνουμε μετά από μήνες εμείς οι δυο... Να έχουμε προλάβει να γνωριστούμε καλά... «Ξάπλωσε να ξεκουραστείς Έλλη και μην τα σκέφτεσαι όλα αυτά. Είσαι κουρασμένη, κι άλλωστε ποιος λέει πως δεν έχουμε γνωριστεί ήδη»; Η γυναίκα στάθηκε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της. Ετοιμάστηκε να του πει καληνύχτα μα άλλο πράγμα βγήκε από το στόμα της. «Έχεις κι εσύ ωραία γεύση Άγγελε, μολονότι εγώ δεν έχω δοκιμάσει πολλές τέτοιες γεύσεις στη ζωή μου». «Και πόσες θαρρείς πως έχω δοκιμάσει εγώ; Καληνύχτα Έλλη». Κοιτάχτηκαν πάλι με συστολή και μετά πήγαν ο καθένας για ύπνο. Το ήξεραν πως υπήρχαν πολλές στροφές να διανύσουν και πως κατά πάσα πιθανότητα αύριο θα φέρονταν πάλι πιο τυπικά ο ένας στον άλλο, μα ό,τι είχαν μοιραστεί την τελευταία ώρα ποτέ δε θα άλλαζε, ποτέ δε θα ξεχνιόταν...

Continue Reading

You'll Also Like

8.1K 952 47
«Προσπάθησε να τρέξει μακριά μου, μα ξέχασε πως ήμουν μέσα του.» [𝚂𝚎𝚚𝚞𝚎𝚕 𝚘𝚏 𝚃𝚑𝚎 𝙴𝚞𝚛𝚘𝚙𝚎𝚊𝚗 𝙶𝚒𝚛𝚕] 2021 © Don't copy the story.
6.2K 355 27
με έπιασε από το χέρι και μου είπε Αχιλλέας : δεν μπορώ να το κρατάω άλλο μέσα μου ελ σε θέλω ΓΑΜΩΤΟ εγω: Αχιλλέα ακούς τι λες; Αχιλλέας...
5.1K 1K 26
Η Αμάντα είναι ερωτευμένη με τον πιο μυστήριο άντρα που μπορούσε να φανταστεί. Δεν την κοιτάει ποτέ, και δεν της απευθύνει ποτέ τον λόγο παρόλο που η...
181K 3.2K 9
[1ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ #17 Τρόποι] ~~~~ HR: #1 in Humor HR: #1 in Paranormal HR: #1 in Fantasy ΗR: #1 in Action HR: #1 in Romance ~~~~ Π...