Μετά, συνέχισε το διάβασμα. Μπροστά στα μάτια του πέρασαν όλες οι σκηνές των ονείρων τους διαδοχικά, της διάβασε για τον Έριλ που ορκίστηκε στην Ολίνα αιώνια αγάπη και πίστη, για το αίμα των δυο που το είχαν ενώσει, για τη βραδιά του γάμου, για τη μάχη του Έριλ με τον Γκαλαντρέν, σταματώντας στο σημείο στο οποίο ο Έριλ έμενε μόνος τραυματισμένος, με μια τεράστια πληγή στο στομάχι του. «Φοβάμαι, να γιατί σε πονούσε κι εσένα το στομάχι όταν έβλεπες τα καταραμένα σχέδια του Ερρίκου». «Ξέχνα το αυτό τώρα, δε με πονάει τίποτα». Ο Άγγελος γύρισε σελίδα. «Ο Έριλ μπόρεσε να φύγει μακριά μέχρι να γίνει καλά, μα το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει ξανά κοντά στην πριγκίπισσα. Κι αυτό κι έκανε όταν πληροφορήθηκε πως εκείνη είχε φέρει στον κόσμο ένα μωρό, και τι δε θα έδινε για να ήταν δικό του αυτό... Της έστειλε μήνυμα κρυφά με μια έμπιστη κυρία της συνοδείας της, λίγο καιρό μετά τη γέννηση του παιδιού, πως θα την περίμενε στο πιο καλά κρυμμένο μέρος του παλατιού. Η πριγκίπισσα πήγε, αφού ο Γκαλαντρέν της είχε επιτρέψει να αρχίσει να βγαίνει για λίγο από το δωμάτιο της. Ο κόσμος είχε πια αρχίσει τα κουτσομπολιά κι αυτό δεν έκανε καλό σε κανέναν. Όταν τον είδε η πριγκίπισσα, έπεσε στην αγκαλιά του γεμίζοντας τον με φιλιά, και λούζοντας τον με τα πιο γλυκά κι ερωτικά λόγια που είχαν ειπωθεί ποτέ. Ψηλαφούσε το σώμα του για να βρει την πληγή του, μάταια την καθησύχαζε εκείνος πως είχε γιατρευτεί. Οι ώρες που πέρασαν μαζί εκείνο το βράδυ, ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής τους, κι ας έμελε να ήταν και οι τελευταίες κι ας ήταν τόσο νέοι». Τώρα έκλαιγαν και οι δυο αλλά ούτε καν το είχαν πάρει είδηση, αφού τα δάκρυα έτρεχαν χωρίς ήχο. «Ο ίδιος πάντα άνθρωπος του Γκαλαντρέν τους τσάκωσε, και πήγε αθόρυβα να τον ειδοποιήσει. Τους βρήκε αγκαλιασμένους σφιχτά. Μόνο χάρη σε μια διαίσθηση γύρισε προς το μέρος του τα μάτια του ο Έριλ, ακριβώς ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν υψωθεί στον αέρα η λάμα του σπαθιού του Γκαλαντρέν. Ο ιππότης, την πάγωσε στο χέρι του άλλου με ένα ξόρκι, κι έβγαλε κι αυτός τη δική του ρίχνοντας κάτω την πριγκίπισσα και καλύπτοντας τη με το σώμα του. Ο Γκαλαντρέν του έμπηξε το σπαθί στην πλάτη κάνοντας το αίμα του να σχηματίσει μια κατακόκκινη λίμνη. Τι κι αν ούρλιαζε η πριγκίπισσα, το κακό είχε γίνει. Ο Έριλ κατάλαβε πως αυτή τη φορά θα πέθαινε και της ψιθύρισε κρατώντας την ακόμη με τα τελευταία ίχνη της δύναμης του πως για όσο καιρό δε θα τον ξεχνούσε, εκείνος θα έβρισκε τον τρόπο να έρχεται να τη βλέπει και πως μια μέρα θα την παντρευόταν. Ύστερα ξεψύχησε, μα όχι πριν εκτοξεύσει πάνω στον Γκαλαντρέν ένα τελευταίο τρομερό ξόρκι. Το περισσότερο κι από το δικό του αίμα χύθηκε, κι αν αυτός κατάφερε να συνέλθει και να βασιλέψει, δε μπόρεσε ποτέ πια να σηκώσει σπαθί σε κανέναν. Όσο για την πριγκίπισσα, όταν κανείς δεν την έβλεπε, τράβηξε μέσα από τα ρούχα της το μικρό στιλέτο με το ρουμπίνι και το χρυσάνθεμο του Έριλ, και το έμπηξε στο στήθος της. Ήθελε να είναι μαζί του και δε θα τη σταματούσε κανείς. Και πάλι, καθώς το ταξίδι άρχιζε, το αίμα τους ενώθηκε για πάντα. Όσο για τον Γκαλαντρέν, μεγάλωσε την κόρη τη δική του και της Ολίνας παίρνοντας μια άλλη γυναίκα, και βασίλεψε στη χώρα εκείνη μέχρι τα βαθιά του γεράματα».

Στο κόκκινοOù les histoires vivent. Découvrez maintenant