Ο Άγγελος νόμισε πως ξύπνησε από τις απελπισμένες της κραυγές αλλά βέβαια κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αδύνατο να είχε συμβεί. Άρχισε αμέσως να γράφει, αφού όμως προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, να μην έβγαινε ποτέ ούτε μια τέτοια απελπισμένη κραυγή από το στόμα της Έλλης.

-Θέλεις ένα ποτό όμορφη»; Ο άνδρας πήγε προς το μπαρ κι άρχισε να γεμίζει μέχρι πάνω δυο ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια με το αγαπημένο του ρούμι, καθώς και με διάφορους άλλους χυμούς και βέβαια πάγο. «Και βέβαια, πολύ ωραίο είναι αυτό το σπίτι». Η γυναίκα του χαμογέλασε απλώνοντας το χέρι για να πιάσει το ποτήρι. «Χαίρομαι πραγματικά που σου αρέσει, δεν το ξέρει κανείς πως το έχω αγοράσει. Στην αρχή έλεγα να τις περάσουμε σε κάποιον δικό σου χώρο τις τρεις αυτές μέρες αλλά μετά άλλαξα γνώμη. Φοβήθηκα μήπως σου χτυπούσε κάποιος γνωστός ή φίλος το κουδούνι. Η γυναίκα του χαμογέλασε δοκιμάζοντας το ποτό. «Υπέροχο είναι». Τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του. «Δε θα μπορούσε να μην είναι αφού το έφτιαξα για εσένα. Λοιπόν, πήγε καλά η διάλεξη σου; Ομολογώ πως δε θα το φανταζόμουν ποτέ πως είσαι ψυχολόγος αν δεν το ήξερα». Εκείνη γέλασε πίνοντας πάλι. «Γιατί το λες αυτό; Μια χαρά πήγε». Γέλασε κι εκείνος πηγαίνοντας να καθίσει στην άκρη του ίδιου καναπέ. Πώς να της το έλεγε πως μάλλον σε φτηνή τραγουδίστρια της νύχτας παρέπεμπε η εμφάνιση της ειδικά κάποιες φορές; «Να, είσαι πολύ σπιρτόζα για κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, υπήρχε μεγάλη προσέλευση»; «Ναι, νομίζω πως μπορώ να το πω αυτό. Ωχ»... Η γυναίκα κατάλαβε πως το ποτήρι στο χέρι της τραμπαλιζόταν ανεξήγητα, μα όταν προσπάθησε να το σταθεροποιήσει αυτό κατέληξε να τρέμει ακόμη περισσότερο. «Τι συμβαίνει»; Ο άνδρας σηκώθηκε για να φέρει ένα αχρησιμοποίητο ρολό χαρτιού. Εκεί μέσα θα γίνονταν πάρα πολλά πράγματα μέσα στις επόμενες μέρες, κι έτσι είχε εξοπλιστεί με ένα σωρό πράγματα. Μπορεί εκείνη να μην το είχε προσέξει, μα ο καναπές που καθόταν είχε ήδη καλυφθεί με ένα λεπτό και μακρύ ύφασμα που θύμιζε σεντόνι. «Δεν ξέρω, νιώθω λίγο περίεργα... Σαν να μου μπήγουν λεπτές βελόνες στα χέρια και στα πόδια». Ο άνδρας της πήρε απαλά το ποτήρι από τα χέρια. «Η ιδέα σου είναι όμορφη, γιατί δεν ξαπλώνεις λίγο; Η κούραση μας παίζει διάφορα παιχνίδια κάθε τόσο». «Όχι, δε θέλω να ξαπλώσω, δεν ήρθα εδώ για να ξαπλώσω μα για να περάσω μαζί σου την κάθε διαθέσιμη στιγμή». «Κι αυτό θα γίνει, αλλά δε χάθηκε δα κι ο κόσμος αν ξεκουραστείς για μισή ώρα, έλα να σε βοηθήσω»... Εκείνη υποχώρησε μα όχι επειδή συμφώνησε μαζί του, αντιθέτως, είχε άποψη τελείως διαφορετική από τη δική του. Όμως οι βελόνες αυτές δεν έλεγαν να βγουν από μέσα της. «Το δεξί μου χέρι το νιώθω να μουδιάζει». «Σε λίγο θα είσαι μια χαρά, μην ανησυχείς»...

Στο κόκκινοWhere stories live. Discover now