Ο Αλέξης τους περίμενε δίπλα ακριβώς από το αυτοκίνητο του Άγγελου. «Είναι εντάξει Πέτρο, μπορώ να το παραδώσω στη δεσποινίδα Αυγέρη». Ήταν φανερό πως ο επιθεωρητής αμφιταλαντευόταν, από τη μια ο χρόνος έτρεχε, μα από την άλλη ήθελε κι αυτός να είναι εκεί όταν θα το έβλεπε η Έλλη αυτό που ήταν μέσα στο κουτάκι. Τελικά, τράβηξε παράμερα τον Αλέξη και οι δυο τους αντάλλαξαν λίγες κοφτές προτάσεις. Μετά, ο Πέτρος μίλησε στην ψυχολόγο που ήταν ήδη εκεί. Και οι δυο μαζί, μπήκαν στο αυτοκίνητο της κι έφυγαν. Η Έλλη απογοητεύτηκε στην αρχή, μα αμέσως μετά ανακουφίστηκε. Καλύτερα να έμενε ξανά μόνη με τον Άγγελο. Μπορεί να μην αντιδρούσε καλά από αυτό που θα έβλεπε. Πήρε από τα χέρια του Αλέξη το κουτάκι και το έσφιξε νευρικά. «Χίλια ευχαριστώ για όλα, θα φύγουμε αμέσως γιατί πρέπει να ετοιμάσουμε τα πράγματα μας». Εκείνος συγκατένευσε. «Και πολύ καλά θα κάνετε, ξεκινήστε και να προσέχετε πάρα πολύ. Ένας θεός μόνο ξέρει πως το στρίμωξε στο αμάξι αυτό το μπιχλιμπίδι, πάλι καλά που το είδα λίγο μετά που φύγατε για να έρθετε εδώ. Μη νοιάζεστε για το αυτοκίνητο και το σπίτι, δεν τα αφήνουν από τα μάτια τους οι δικοί μας, τους καλύτερους άφησα εκεί για να μπορέσω να έρθω εδώ κι εγώ». Του χαμογέλασαν βεβιασμένα και μετά σαν συνεννοημένοι, μπήκαν στο αυτοκίνητο. Δε χρειάστηκε να του το πει η Έλλη πως δεν ήθελε να το ανοίξει εκεί το κουτάκι. Ο Άγγελος έβαλε με φόρα μπροστά και το αμάξι ξεκίνησε με τα λάστιχα να διαμαρτύρονται. Της έδωσε λίγο χρόνο να μαζέψει το κουράγιο της και μετά της μίλησε τη στιγμή που κάποιος του τηλεφωνούσε. Απάντησε, ήταν ο Λίνος από τη σήμανση. «Ναι αγόρι μου, μη σε απασχολεί, τα γάντια μας έχουν γδάρει τα χέρια, ναι, καλά τώρα, το ξέρουμε... Ωραία, θα σε περιμένουμε έξω από την πολυκατοικία που ζει η Έλλη... Όχι, αυτός δεν κάνει ποτέ λάθη, αλλά κάποτε θα κουραστεί δε μπορεί». Το έκλεισε. Μετά, έκανε το αμάξι στην άκρη και γύρισε να κοιτάξει την Έλλη, που είχε βάλει τα γάντια της πριν φύγουν από την αστυνομία, όταν πήγε στην τουαλέτα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της που το ένιωθε να ζεματάει αν και δεν είχε πυρετό: «Φοβάσαι πολύ; Έλα, πάρε μια βαθιά ανάσα και κοίτα το, αλλιώς δώσε το σε εμένα». Η Έλλη έγνεψε αρνητικά κι άνοιξε το κουτάκι. Αν καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της, ή στην τραπεζαρία της, θα λιποθυμούσε μέσα σε μια στιγμή. Το δαχτυλίδι που ήταν ξαπλωμένο μέσα σε μια φωλιά από χιονάτο βαμβάκι και φίνο μετάξι μπορεί να μην ήταν δικό της, το ήξερε όμως πολύ καλά. Ποτέ της δε θα το ξεχνούσε αφού ήταν συνδεδεμένο με ένα κομμάτι από τη ζωή της που είχε λήξει άδοξα. Ήταν χρυσό και είχε για μόνο του στολίδι όχι ρουμπίνι μα ένα μεγάλο διαμάντι. Ο Άγγελος έτσι όπως το κοίταξε, νόμισε πως αυτό ήταν τουλάχιστον κάτι θετικό μα έκανε λάθος. «Είναι δικό σου Έλλη; Αλλά αν ναι, τότε πώς το αγόρασες; Μου είχες πει πως δεν είχες κοσμήματα μεγάλης αξίας στο σπίτι σου, κι αυτός δεν το διέρρηξε ποτέ, κι ούτε και πρόκειται να το κάνει». Η γυναίκα μόρφασε, κι έκλεισε με δύναμη το κουτί χωρίς ούτε να το αγγίξει αλλά ούτε και να του ρίξει άλλη ματιά. Μετά, του έγνεψε να βάλει ξανά μπροστά το αυτοκίνητο πράγμα που έκανε. Δεν του είπε λέξη για πολλή ώρα, ώσπου στο τέλος και παρά την τόση τους βιασύνη, ο Άγγελος σταμάτησε πάλι, ενώ κόντευαν να φτάσουν στο σπίτι. Κατέβηκε από το αμάξι κι άναψε τσιγάρο. Η Έλλη τον μιμήθηκε. «Δε σου είπα ψέματα όταν με ρώτησες Άγγελε, αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι δικό μου. Το έχω δει όμως, και μου άρεσε πάρα πολύ από την πρώτη στιγμή. Και είναι αλήθεια πως αν τα είχα τα χρήματα θα το αγόραζα, αν και στην ουσία δε θα το φορούσα ποτέ». «Τι εννοείς»; Ο Άγγελος έβαλε το ένα του χέρι μέσα στα μαλλιά της. Ήταν απίστευτο το πόσο αργά προχωρούσαν τα πράγματα σε σωματικό επίπεδο ανάμεσα τους, σε αντίθεση με το πνευματικό, το εγκεφαλικό. «Εννοώ πως το είχα δει τότε που πήγα στο κοσμηματοπωλείο για να διαλέξω δαχτυλίδι αρραβώνων για τον γαμπρό που δεν ήθελε να παντρευτεί. Σαφώς κατέληξα να πάρω κάτι πολύ πιο απλό και οικονομικό σε σχέση με αυτό, κάτι που δεν κόστιζε σχεδόν τίποτα για άλλους, μα που κόστιζε πολλά για εμένα κι αυτόν. Από όλα αυτά απορρέει το ακλόνητο συμπέρασμα πως εκείνος ήταν κάπου εκεί τότε και με είδε να το κοιτάω. Μη μου ζητήσεις να θυμηθώ ημερομηνία γιατί μιλάμε για κάτι περισσότερο από έναν χρόνο νωρίτερα. Μα ούτε και πιστεύω πως έχουν διατηρήσει το σχετικό αρχείο οι υπεύθυνοι ασφαλείας του κοσμηματοπωλείου αφού δεν διαπράχθηκε καμία ληστεία εκεί μέσα. Ούτε στον Γιάννη δεν το είπα ποτέ όλο αυτό, ούτε και σε κανέναν. Ήθελα να ήξερα, από πότε με παρακολουθεί το κτήνος»; Ο Άγγελος τύλιξε απαλά γύρω της τα χέρια του κι ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. «Αυτό δε θέλω να το ξανασκεφτείς, το ξέρω κι εγώ πως το έκανε για πολύ περισσότερο καιρό από όσο θέλαμε να πιστεύουμε, μα δε σε βοηθάει η σκέψη αυτή. Έλλη, δε θέλω να σπάσεις, δε θέλω να λυγίσεις, δε θέλω να»... Κόμπιασε. «Τι»; «Δε θέλω να σε χάσω κι εσένα... Για αυτό σε παρακαλώ, βάλε το στην άκρη αυτό και πάμε να φύγουμε. Δεν πρόκειται να μείνεις καθόλου μόνη από τώρα και στο εξής, όχι πριν τον συλλάβουμε αυτόν». Τη φίλησε στα μαλλιά κι ύστερα την άφησε από τα χέρια του. Απορούσε κι ο ίδιος πως το είχε πει αυτό... Δίνοντας της ακόμη λίγο χρόνο, άνοιξε πάλι το κουτί και άρχισε να περιεργάζεται το δαχτυλίδι στρέφοντας το προσεκτικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι έτσι, ήταν αυτός που είδε πως κάτι ήταν σκαλισμένο στο εσωτερικό του κύκλου. Δεν της έδειξε την αγωνία που τον κατέλαβε κι αυτόν, μόνο κοίταξε τα δυο γράμματα που υπήρχαν εκεί. Έβρισε από μέσα του χειρότερα από τον κάθε άνδρα του δρόμου. «Ξέρω πως κάτι βρήκες Άγγελε, μην προσπαθείς να μου το κρύψεις, δείξε το μου κι εγώ θα κάνω αυτό που μου ζήτησες. Θα παλέψω να ξεχάσω πως αυτός ήξερε τι κάνω την κάθε μέρα της ζωής μου. Βρες άλλον τρόπο να με προστατεύσεις, όχι αυτόν, η αλήθεια είναι κάτι χωρίς το οποίο δε γίνεται να πάμε παρακάτω». Ο άνδρας κούνησε το κεφάλι και της έδειξε το δαχτυλίδι, χωρίς ωστόσο να της το δώσει. Το αγγλικό γράμμα G ήταν πλάι στο επίσης αγγλικό γράμμα O. Κανένας λόγος δεν υπήρχε να αναφέρουν τα ονόματα Γκαλαντρέν και Ολίνα. «Δεν έχω δει μεγαλύτερη διαστροφή, χαίρομαι όμως επειδή βαδίζουμε στον σωστό δρόμο. Κάπως βρήκε την ιστορία αυτή, που δεν ξέρουμε αν είναι αληθινή, αν αποτελεί θρύλο ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Πάντως αυτόν τον στοίχειωσε με τρόπο παρανοικό κι αρρωστημένο. Απόψε θα τα μάθει όλα κι ο Πέτρος, κι ας ελπίσουμε πως θα πιστέψει τουλάχιστον τα μισά από αυτά που θα ακούσει». Η Έλλη μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο κι ο Άγγελος έκανε το ίδιο. «Μήπως θυμάσαι αν φάγαμε τίποτα χθες Έλλη; Εγώ πάντως όχι». Η κουβέντα του την ξάφνιασε, και την έκανε να γελάσει προτού το καταλάβει. «Ομολογώ πως όχι»... «Μάλιστα, σήμερα πάντως θα φάμε, σου το λέω για να προετοιμαστείς ψυχολογικά». «Άλλο κι αυτό»... «Ναι, λοιπόν, μόλις μαζέψουμε τα πράγματα μας και φύγουμε από το σπίτι σου, θα περάσουμε από κάποιο μαγαζί της προτίμησης σου και θα αγοράσουμε φαγητό, το οποίο και θα το φάμε όσο θα περιμένουμε τον Αλέξη να μας τηλεφωνήσει. Για αυτό διάλεξε και τι θα φάμε, αλλά και σε ποιο μέρος θα κάνουμε τη βόλτα με το αυτοκίνητο. Είχε δίκιο ο Πέτρος, αν δε μας χτυπήσει λίγος κρύος αέρας και πάμε να κλειστούμε κατευθείαν μέσα σε άλλους τέσσερις τοίχους θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Διότι βάζω στοίχημα πως για αυτό μας είπε να ενεργήσουμε έτσι».

Στο κόκκινοحيث تعيش القصص. اكتشف الآن