28

456 92 14
                                    

«Λοιπόν Ευαγγελία, για πες μας τώρα, τι άλλο βρήκες; Και κυρίως πού το βρήκες»; Ο Πέτρος της έδωσε την κούπα με το πράσινο τσάι, και μετά έκανε το ίδιο και με την Έλλη και τον Άγγελο. Τη δέχτηκαν και οι δύο χωρίς κουβέντα. Έδειχναν σκεπτικοί, κι ο αστυνομικός δεν τους ενόχλησε. Η Έλλη φύσηξε το τσάι της, ήταν πράσινο και είχε ένα άρωμα λεμονιού, ήταν όμως πολύ ελαφρύ. «Μου ζητήσατε να ψάξω για κάποιο καινούριο ρολόι χειρός στα πράγματα της Κλέλιας κι αυτό έκανα. Ρολόγια είχε αρκετά, και τα είχα δει όλα βέβαια. Αυτό που μου αναφέρατε το εντόπισα μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα στον πάτο της βαλίτσας της που την είχε πάρει στο Μαύρο μαργαριτάρι. Είχε έναν μικρό λευκό άγγελο στο εσωτερικό του, και οι δείκτες του έδειχναν τέσσερις. Το κοίταξα και το ξανακοίταξα, μα είμαι βέβαιη, παραξενεύτηκα πολύ, ίσως κάποιο πρόβλημα να έχει η μπαταρία. Πρώτη φορά το έβλεπα και ειλικρινά δεν έχω ιδέα ποιος της το έδωσε εκτός αν το αγόρασε μόνη της». Αυτή τη φορά ούτε καν χρειάστηκε να κοιτάξει τον Άγγελο η Έλλη, γιατί ο τρόπος με τον οποίο πήρε ανάσα την πληροφόρησε για το πόσο άσχημα ένιωθε. Ο Πέτρος στο μεταξύ, παρέμενε ανέκφραστος. «Μη σε απασχολεί, είναι σημαντικό και σε ευχαριστούμε, πού είναι τώρα»; Άγγιξε το ακουστικό του τηλεφώνου στο γραφείο του μα δεν το σήκωσε. «Στο κρεβάτι της, το άφησα εκεί. Βρήκα και κάποιες κάρτες, που ούτε κι αυτές τις είχα ξαναδεί. Νομίζω ήταν τέσσερις ή πέντε, μπορεί και παραπάνω... Ήταν ωραίες και γυαλιστερές, οι πιο πολλές έδειχναν μια όμορφη πριγκίπισσα με κόκκινα μαλλιά, να, σαν της κοπέλας». Η Έλλη ανατρίχιασε μα έσφιξε τα δόντια. Έγνεψε στον Πέτρο που της απάντησε με μια ματιά αδιόρατη, και μετά πήρε στο χέρι το τηλέφωνο της και πήγε κοντά στην Ευαγγελία. Συνδέθηκε στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο, κι αφού εμφάνισε στην οθόνη της συσκευής τις κάρτες που είχε λάβει, της το έδωσε. «Για πες μου, σαν αυτές εδώ δεν ήταν; Έμοιαζαν με κάποια εξώφυλλα από βιβλία παραμυθιών, σωστά»; Η Ευαγγελία πήρε επιφυλακτικά το τηλέφωνο με το ελεύθερο της χέρι και κοίταξε με ένταση κι ενδιαφέρον τις εικόνες. Μα αμέσως μετά, τα μάτια της γούρλωσαν και η Έλλη βιάστηκε να τη χαιδέψει στην πλάτη καθησυχαστικά. «Μην αγχώνεσαι κούκλα μου, εσύ δεν έχεις καμία σχέση με όλα αυτά. Τώρα θα πας στο σπίτι μαζί με τον Σταμάτη και με έναν άλλο αστυνομικό». Η Ευαγγελία της επέστρεψε το τηλέφωνο και μετά βάλθηκε να πίνει το τσάι της με μεγάλες γουλιές. «Ναι, αυτές ακριβώς είναι οι κάρτες. Τις έβαλα δίπλα στο ρολόι, αν θέλετε, στείλτε κάποιον να τις πάρει κι αυτές. Είναι όμορφες αλλά εγώ δε θέλω να τις ξαναδώ. Σημαίνουν κάτι κακό, έτσι δεν είναι»; «Ναι, έτσι είναι, μα προσπάθησε να τις βγάλεις από το μυαλό σου. Χίλια ευχαριστώ Ευαγγελία, ήσουν καταπληκτική. Τώρα θα πας να ξεκουραστείς, κι εγώ θα σου τηλεφωνήσω πάλι σύντομα, εντάξει»; «Ναι κύριε Πέτρο, εντάξει, ελπίζω να σας βοήθησα... Βρείτε την»... Ο Πέτρος έκλεισε το σύστημα ηχογράφησης. Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ένας αστυνομικός πολύ νέος, τον οποίο πρώτη φορά τον έβλεπε η Έλλη. Βοήθησε την Ευαγγελία να ξαναφορέσει το παλτό της, κι ύστερα βγήκε μαζί της έξω χαιρετώντας τους όλους εκεί. Ο Πέτρος στο μεταξύ, είχε ήδη καλέσει στη σήμανση και συνεννοούταν βιαστικά με τον Λίνο που του απάντησε ο ίδιος στο τηλέφωνο. Κανείς τους δεν περίμενε να βρεθεί τίποτα σε όλα αυτά τα αντικείμενα αφού είχαν περάσει τόσες μέρες από τότε που τα έλαβε η Κλέλια.

Στο κόκκινοWhere stories live. Discover now