«Ήρθα, τι βλέπεις με τόση προσήλωση»; Η Έλλη πήγε και στάθηκε από πάνω του αλλά μόλις είδε το χρώμα του προσώπου του, έχασε κάθε διάθεση να αστειευτεί μαζί του. «Τι έχεις; Σε πονάει πάλι το στομάχι; Κι αυτά που κοιτάς τι είναι»; Θέλησε να του πάρει το τηλέφωνο αλλά εκείνος το κάλυψε και με τα δυο του χέρια σφίγγοντας το απεγνωσμένα. «Θα τα δεις αργότερα Έλλη όλα, δεν είναι»... «Το τηλέφωνο είναι δικό μου, κι εγώ είμαι ο παραλήπτης αυτής της αισχρότητας. Για αυτό σε παρακαλώ πολύ να μου το δώσεις και να μου επιτρέψεις να δω αυτά που βλέπεις κι εσύ». «Εγώ σε παρακαλώ να το κάνουμε αυτό κάποια άλλη στιγμή». Ο Άγγελος πάσχιζε να πάρει ανάσα εξακολουθώντας να κρατάει πάντα το τηλέφωνο, έτσι κι εκείνη πήγε και του γέμισε ένα ποτήρι με κρύο νερό από το ψυγείο. «Σε παρακαλώ, πιες το και δώσε μου το τηλέφωνο». Ο Άγγελος ένιωσε να κυριεύεται από μια έντονη απογοήτευση αλλά της έκανε το χατίρι να της το δώσει. Θα ήταν μάταιο να προσπαθεί να της τα κρύβει όλα. Ακόμη κι αν τα διέγραφε που κανένα δικαίωμα δεν είχε να τα διαγράψει, ποιος του έλεγε πως δε θα έφταναν κι άλλα τέτοια πράγματα στο τηλέφωνο της αύριο το πρωί ή κι αργότερα απόψε ακόμη; Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πέρα δώθε μέσα στην κουζίνα. Από τη μια η συνάντηση του με την Αλίκη και την Κλέλια, από την άλλη το γεγονός πως η Έλλη είχε πάει να δει τον Ερρίκο στη Γαλάζια τουλίπα τον είχαν τσακίσει... Μα πώς τα έφερνε έτσι η ζωή; «Εγώ είμαι, ή μάλλον όχι, είναι η Ολίνα, η οποία ήταν πριγκίπισσα. Να, κρατάει και το στιλέτο με το ρουμπίνι και το χρυσάνθεμο»... Η Έλλη άρχισε να τραυλίζει ακατάληπτα. Όλος της ο κόσμος είχε αρχίσει να περιστρέφεται αλλά αντί να παλέψει να αρπαχτεί από τα νήματα που την ένωναν ακόμη με τη σύγχρονη πραγματικότητα και το παρόν, είχε βουλιάξει στο σκοτεινό παρελθόν που τη στοίχειωνε εδώ και μερικές ημέρες. «Κι αυτό το παλάτι το γνωρίζω καλά, σε αυτό ζούσε η Ολίνα... Ναι, και τη λίμνη την ξέρω, κάποια φρικτή τραγωδία έκρυβε κι αυτή, μα και κάποια μεγάλη χαρά»... Ο Άγγελος μην ξέροντας τι να κάνει, γονάτισε μπροστά της κι άπλωσε τα χέρια του. Τα τύλιξε γύρω της μιλώντας της όσο πιο γλυκά μπορούσε, αν και δεν ένιωθε κι αυτός πολύ καλύτερα: «Έλα να δούμε αύριο τις υπόλοιπες κάρτες, σε παρακαλώ»... Αυτός που τις είχε στείλει, είχε αφαιρέσει από το περιθώριο τις ευχές για χρόνια πολλά στην Κλέλια, κι έτσι τους ήταν αδύνατο να μάθουν πως τις είχε στείλει όλες και σε εκείνη. «Όχι, θέλω τώρα να δούμε και τις άλλες κάρτες, μπορεί αύριο να είναι αργά»... Η Έλλη άνοιξε το τρίτο συνημμένο κι ο Άγγελος αντί να σκύψει περισσότερο, την πήρε στην αγκαλιά του καθώς βολευόταν όσο καλύτερα μπορούσε στο χαλί της κουζίνας. Πάλι καλά που ήταν ζεστό το δάπεδο. Στην Τρίτη κάρτα, ένας ιππότης που δεν ήταν ο Έριλ, ύψωνε το σπαθί του πάνω από την Ολίνα παίρνοντας μάλλον κάποιο βαρύ όρκο, ενώ εκείνη κρατούσε στο ένα της χέρι ένα χρυσό κλουβί με κάποιο μικρό πουλί φυλακισμένο στο εσωτερικό του, και στο άλλο ένα χρυσό σκήπτρο που είχε πάνω του το ίδιο έμβλημα που κοσμούσε και το φόρεμα που είχε ονειρευτεί εκείνη την πρώτη φορά. Μα και πάλι, αυτό δε διακρινόταν καθαρά. Δάκρυσαν και οι δυο χωρίς ωστόσο να αντιλαμβάνονται το γιατί. Η Έλλη συνέχιζε να κρατάει το τηλέφωνο περνώντας στην τέταρτη κάρτα, ενώ ο Άγγελος συνέχιζε να την κρατάει κολλώντας τη πάνω του. Ο πόνος στο στομάχι του τον τρέλαινε, αλλά σταδιακά είχε κατά κάποιον τρόπο αρχίσει να τον συνηθίζει όσο ανυπόφορος κι αν ήταν, γιατί δεν τον ένιωθε κι απόλυτα δικό του...

Στο κόκκινοWhere stories live. Discover now