|Επίλογος

Start from the beginning
                                    

"Είμαι μια χαρά." μουρμούρισε, μα πήρε το νερό παρά ταύτα.

Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος άρχισε να αλείφει ξανά αντηλιακό σε κάθε εκατοστό του σώματος της που είχε πρόσβαση. "Μου έβαλες πριν μισή ώρα."

"Χρειάζεται ανανέωση." της είπε ρητά και η Μυρτώ δεν του έφερε αντίρρηση. Δεν ήταν χαζή να αρνηθεί τα χέρια του επάνω της και ιδιαίτερα στους μηρούς της. Όταν έμειναν να πλάθουν το δέρμα εκεί για αρκετά λεπτά και η ανάσα της είχε γίνει πιο ρηχή, πρόσεξε το διακριτικό χαμογελάκι στα χείλη του. Ήξερε καλά τι προκαλούσε στο σώμα της αυτή του η μεταχείριση και προφανώς το διασκέδαζε. Το διασκέδαζε κι εκείνη, μέχρι που απομάκρυνε το άγγιγμα του. Όταν τον κοίταξε κατάματα με το παράπονο ξεκάθαρο στο βλέμμα της, της χαμογέλασε πάλι πονηρά "Νόμιζα είπες όχι τώρα."

Ξεφύσηξε, του έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και τον διέταξε "Βοήθησε με να σηκωθώ."

"Που θες να πας;" αναρωτήθηκε, βοηθώντας την όμως ήδη.

"Να βουτήξω."

"Μα μόλις σου έβαλα αντηλιακό."

"Ναι, αλλά όπως πρόσεξες ήδη, είμαι πολύ καυτή και θέλω και εγώ και το μωρό να δροσιστούμε." του είπε κοφτά, πριν πετάξει τα γυαλιά της στην ξαπλώστρα και αρχίσει να απομακρύνεται.

Τον αγνόησε όταν τον άκουσε να φωνάζει γελώντας "Πες μου τώρα ότι μου κρατάς μούτρα."

Όταν πρόσθεσε δυνατά "Θα επανορθώσω το βραδύ." γύρισε να του υποδείξει πανικόβλητη με τα χέρια της να μη φωνάζει.

"Τι έκανε τώρα;" την ρώτησε η μητέρα του Αλέξανδρου, μόλις τους έφτασε στο σημείο όπου το νερό φιλούσε την αμμουδιά.

"Τίποτα." αποκρίθηκε αμέσως, στρέφοντας γρήγορα την προσοχή της στην αδερφή του Αλέξανδρου, που έπαιζε στην άμμο με τον ανιψιό της.

"Μαμά, κοίτα." της χαμογέλασε η τρίχρονη εκδοχή του άντρα της και δεν μπορούσε παρά να μιμηθεί το πλατύ του χαμόγελο. "Κάστο."

"Και τι όμορφο που είναι το κάστρο σου." αναφώνησε με τον ενθουσιασμό που επιδείκνυε πάντα σε ό,τι κι αν της παρουσίαζε ο γιος της. Χειροτεχνία από χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες; Πύργος από λάσπη στην βεράντα; Ζωγραφιές στους λευκούς τοίχους του σαλονιού; Ό,τι κι αν έφτιαχνε ήταν αριστούργημα για εκείνη.

"Και της Ειρήνης είναι." την διόρθωσε ο μικρός, ακουμπώντας ταυτόχρονα το χέρι της θείας του. Η εικοσάχρονη του χαμογέλασε, πριν του τσιμπήσει χαϊδευτικά ένα από τα στρογγυλά μαγουλάκια του.

Right Side Of HeavenWhere stories live. Discover now