|5

1.5K 140 1
                                    

People leave but how they left stays.

|-|

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού και οι δύο γυναίκες το περνούσαν στη παραλία, κάτω από το εξοχικό της κυρίας Εβελίνας.

Γέλασαν σε άλλο ένα αστείο, προτού πιουν λίγη από τη λεμονάδα που υπήρχε στα ποτήρια τους. Ύστερα, μια άνετη σιωπή έπεσε ανάμεσα τους.

Η Μυρτώ την έσπασε. "Μαμά, πως σου ήρθε και αγόρασες εξοχικό τώρα;"

Η κυρία Εβελίνα γύρισε να τη κοιτάξει. "Ξέρεις πόσο αγαπάω τη θάλασσα. Ήθελα να περάσω τους τελευταίους μου μήνες κοντά της."

Έκλεισε τα μάτια της, ακούμπησε το κεφάλι της στην ξαπλώστρα και πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τη μυρωδιά της θάλασσας να τρυπώσει στη μύτη της.

Η κόρη της από την άλλη δυσανασχετησε και ένα συνωφρυωμα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της.

"Μη τα λες αυτά μαμά. Ποτέ δεν ξέρεις, ίσως η χημειοθεραπειες πάνε καλύτερα."

Η μητέρα της γύρισε και της χαμογέλασε γλυκά.

"Μην ελπίζεις άδικα γλυκιά μου, θα προσγειωθείς απότομα στη πραγματικότητα έτσι..."

Ένα αεράκι φύσηξε και χαλάρωσε το γαλάζιο μαντίλι γύρω από το κεφάλι της. Η Μυρτώ έσκυψε κοντά της και έσφιξε ξανά το μαντίλι, μη θέλοντας να λυθεί από το κεφάλι της μητέρας της.

Ύστερα από τέσσερις μήνες γεμάτους χημειοθεραπειες, τα μαλλιά της είχαν πέσει και η κοπέλα γνώριζε πως η μητέρα της δεν ήθελε κανένας να την δει έτσι.

Στη κίνηση αυτή η κυρία Εβελίνα χαμογέλασε ευγνώμων προς τη Μυρτώ, προτού γυρίσει να κοιτάξει ξανά τον γαλάζιο ωκεανό.

Τη σιωπή διέκοψε ξανά η Μυρτώ, κάπως διστακτικά.

"Μαμά... Ήρθαμε ξανά κοντά λόγω της ασθένειας σου, ποτέ όμως μέσα σε αυτούς τους τέσσερις μήνες δε μου είπες γιατί έφυγες."

Καθώς μιλούσε κοιτούσε αμήχανα τα δάχτυλα της, τα οποία έμπλεκε μεταξύ τους αμήχανα. Τις κινήσεις της σταμάτησε το χέρι της μητέρας της, πάνω στο δικό της.

Αυτό έκανε τη Μυρτώ να σηκώσει το κεφάλι της και να τη κοιτάξει. Ένα απαλό χαμόγελο διακοσμούμε το πρόσωπο της μητέρας της, το οποίο πέρα από όλες τις δυσκολίες που είχε περάσει, παρέμενε όμορφο.

Right Side Of HeavenWhere stories live. Discover now