Σιγά σιγά έφυγαν και τα υπόλοιπα παιδιά, αφήνοντας τον χώρο δεξιώσεων άδειο, μονάχα με τους σερβιτόρους να μαζεύουν τα τραπέζια.

"Εμείς τι θα κάνουμε;" ρώτησε ο Αλέξανδρος την Μυρτώ, την ώρα που έβαζε απαλά μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της.

Ανατρίχιασε στο άγγιγμα του και της φάνηκε αστείο που δεν είχε συνηθίσει το ωραίο αυτό αίσθημα.

Ανασηκωσε τους ώμους της, δίχως να έχει μια απάντηση. Άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει λίγο γύρω της και ξαφνικά, μια ιδέα εμφανίστηκε στο μυαλό της. Χαμογέλασε πλατιά και έπιασε τον Αλέξανδρο από το χέρι.

"Ωχ, να τρομάξω από αυτό το χαμόγελο;"

Χασκογέλασε λιγάκι στο πείραγμα του, παρέμεινε όμως σιωπηλή και άρχισε να τον κατευθύνει προς τις ξύλινες σκάλες στην αυλή του ξενοδοχείου, που οδηγούσαν στην παραλία.

Σταμάτησε σύντομα για να βγάλει τα τακούνια της, προτού κατέβει βιαστικά τα σκαλιά και τον τραβήξει μαζί της.

"Μυρτώ που πάμε;"

Γύρισε να τον κοιτάξει και με τη βοήθεια του φως του φεγγαριού διέκρινε εκείνος το πλατύ χαμόγελο της.

"Για μπάνιο." απάντησε σύντομα.

Όταν ένιωσε πια την υγρή άμμο στα πόδια της άφησε το χέρι του και πήγε το δικό της προς το φερμουάρ του φορέματος της. Είχε προλάβει να το κατεβάσει μονάχα λίγα εκατοστά προτού τον νιώσει πίσω της να την σταματάει.

"Τι κάνεις, θα σε δούνε."

"Ποιος, είναι βράδυ και δεν υπάρχει ψυχή."

"Οι σερβιτόροι. Και που ξέρεις μπορεί να εμφανιστεί κανένας νυχτερινός κολυμβητής."

"Ε δεν πειράζει."

Την τράβηξε επάνω του και τύλιξε τα χέρια του σφιχτά γύρω από την μέση της.

"Μυρτώ, μίλησα."

"Και εγώ το ίδιο."

Η μια άκρη των χειλιών του σηκώθηκε σε ένα μικρό χαμόγελο "Από ποτέ έγινες εσύ τόσο περιπετειώδης;"

Ανασηκωσε τους ώμους της και σχημάτισε ένα αθώο χαμόγελο με τα χείλη της.

"Ίσως ήπια λίγα παραπάνω ποτηράκια κρασί."

Γέλασε λίγο εκείνος, προτού βγάλει το πουκάμισο του.

"Εειι εσένα δεν θα σε δει καμία νυχτερινή κολυμβήτρια;"

Right Side Of HeavenWhere stories live. Discover now