Έξω από τον ναό πια οι κόρνες σταμάτησαν και το ίδιο και το μαύρο αμάξι. Η Μυρτώ βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να πλησιάζει τον κομψό, ξανθό γαμπρό στα σκαλιά της εκκλησίας, του οποίου το πλατύ χαμόγελο μπορούσε να τυφλωσει άνθρωπο. Χαιρόταν τόσο πολύ για εκείνον και ένιωσε το γνώριμο σφίξιμο στη καρδιά.

Αυτό το σφίξιμο που νιώθει κανείς όταν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα είναι ευτυχισμένος. Ευτυχία... Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, πως τη πετύχαινε και αν την έβρισκε, πως να τη κρατήσει. Ίσως το κατάφερνε κάποια στιγμή η ίδια...

Τα μάτια της πήγαν αυτόματα στον άντρα που εμφανίστηκε από το πλάι της εκκλησίας εκείνη τη στιγμή και ασυναίσθητα έχασε το βήμα της. Έμεινε ακίνητη στη μέση της αυλής μπροστά από τον ναό, να κοιτάει τον ψηλό άντρα που ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε δίπλα στον κολλητό της.

Στραβοκαταπιε, καθώς ένιωθε κάτι να τη πνιγεί και θυμήθηκε να ανασάνει ξανά όταν γύρισε να τη κοιτάξει ο Νίκος. Βγήκε βιαστικά από τη ζάλη στην οποία βρισκόταν και συνέχισε να περπατάει, αφού ήταν σίγουρη πως ακριβώς εκείνη τη στιγμή θα γυρνούσε να τη κοιτάξει και εκείνος.

Έφτασε δίπλα τους και απέφυγε επίτηδες το βλέμμα του, ενώ χαμογέλασε πλατιά στον Νίκο και τον αγκάλιασε.

"Ετοιμος;"

Εγνεψε καταφατικά "Πανέτοιμος."

Χαμογέλασε ξανά και πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, γύρισαν όλοι να κοιτάξουν τη νύφη που κατέφθανε. Στη κίνηση της αυτή τα μάτια της συνάντησαν τα πράσινα δικά του, όμως γρήγορα έπεσαν πάνω στην Ελένη. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα και ούτε τους δόθηκε η ευκαιρία, καθώς σύντομα ακολούθησε το μυστήριο.

|-|

Ο ήχος των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή ησύχαζε την ψυχή της, ενώ η μυρωδιά της θάλασσας καθάριζε το μυαλό της, καθώς επέτρεπε δόσεις άφθονου οξυγόνου να εισέλθει στον οργανισμό της. Όλα αυτά έρχονταν σε αντίθεση με τα γέλια, τις φωνές και τη μουσική που ακουγόταν  στο βάθος, πέρα από τις λευκές κουρτίνες και τα γυάλινα διαχωριστικά, στον χώρο δεξιώσεων.

Το καλοκαιρινό αεράκι που φύσηξε εκείνη τη στιγμή γαργάλησε την ελαφρώς μαυρισμένη επιδερμίδα της και κούνησε το μακρύ, μπλε φόρεμα της. Άνοιξε τα μάτια της και ήπιε και το τελευταίο κρασί που είχε μείνει στο λεπτό της ποτήρι, προτού το αφήσει άδειο πια στο μαρμαρένιο περβάζι μπροστά της. Γύρισε το βλέμμα της στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει στον ορίζοντα και σύντομα θα χάριζε σε εκείνη αλλά και όλους τους καλεσμένους ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα.

Right Side Of HeavenWhere stories live. Discover now