"Παντρεύεται Μυρτώ..." είπε απαλά η Ολίβια και έπιασε το χέρι της φίλης της.

"Όμως δεν είναι και σωστό προς τον Δημήτρη να είσαι μαζί του, ενώ αγαπάς άλλον." συμπλήρωσε η θεία της και έπιασε το άλλο χέρι της.

Αχ μπαμπάκα, που είσαι τώρα που σε χρειάζομαι;

Μία σωστή συμβουλή του, η ζέστη αγκαλιά του και ένα φιλί του στο μέτωπο της, ήταν πάντα η καλύτερη λύση για τα προβλήματα της.

Έμειναν και οι τρεις σιωπηλες, ενώ εκείνη βυθίστηκε στις σκέψεις της. Εκατοντάδες αναμνήσεις πλυμμηρισαν το νου της, ξυπνώντας μέσα της διαφορά συναισθήματα. Πρώτα θυμήθηκε τον Αλέξανδρο. Τις πιο σημαντικές στιγμές της μαζί του. Τα φιλιά τους, τα χάδια τους, τα γέλια τους, τους τσακωμούς τους, τα δάκρυα τους. Ύστερα σκέφτηκε τον Δημήτρη. Τις πιο σημαντικές στιγμές με εκείνον. Τα δικά τους φιλιά και χάδια, τα γέλια τους, τους τσακωμούς και τα κλάματα που δεν είχαν ποτέ.

Συνειδητοποίησε πως ενώ ήταν περισσότερο καιρό με τον Δημήτρη, είχε ζήσει πολλά περισσότερα με τον Αλέξανδρο. Την είχε κάνει να νιώσει κάποια πράγματα πρώτη φορά στη ζωή της και όλοι ξέρουν πως ο πρώτος, είναι δύσκολο να ξεχαστεί.

Πήρε τα χέρια της από αυτά των δύο γυναικών δίπλα της και τράβηξε τα σκεπασματα από πάνω της. Σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε στο μπάνιο.

"Τι έπαθε;" άκουσε την Ολίβια στο δωμάτιο της, όμως δεν της έδωσε σημασία.

Επλεινε το πρόσωπο της για να σβήσει τα μονοπάτια που είχαν αφήσει τα δάκρυα της στα μάγουλα της και χτενισε τα μαλλιά της. Στο δωμάτιο της ξανά, αντικατεστησε τις πιτζάμες της με ένα τζιν, μια μπλούζα και ένα μπουφάν και σύντομα κατέβαινε τα σκαλιά τους διαμερίσματος δύο δύο.

"Που πας;" της φώναξε από τη μέση της σκάλας η θεία της, με την Ολίβια πίσω της, ενώ εκείνη ήταν έτοιμη να ανοίξει τη κεντρική πόρτα.

Γύρισε να τις κοιτάξει και τα χείλη της σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο.

"Είτε να κάνω ένα τεράστιο λάθος είτε να φτιάξω τη ζωή μου."

Με αυτό, έφυγε από το διαμέρισμα της και πριν το καταλάβει, βρισκόταν στο αμάξι της και οδηγούσε προς μια συγκεκριμένη γειτονιά στα προάστια της Νέας Υόρκης.

|-|

"Πάλι συνέντευξη;" τη ρώτησε ο φύλακας.

"Όχι." συγκράτησε ένα γελάκι. "Μπορείτε να του πείτε ότι θέλω να τον δω;"

"Δεν χρειάζεται, περάστε."

Τον κοίταξε μπερδεμένη και ο άντρας κατάλαβες αμέσως γιατί, έτσι της εξήγησε "Έχω εντολές εσάς να σας αφήνω να περνάτε οποιαδήποτε στιγμή κι αν έρθετε."

"Ααα μάλιστα." είπε απλώς, μέσα της όμως προσπαθούσε να ηρεμήσει.

Της είχε δημιουργήσει ένα παράξενο αίσθημα χαράς και ικανοποίησης αυτή του η εντολή στον φύλακα.

Πέρασε από τη ψηλή σιδερένια πόρτα και σταμάτησε το αμάξι μπροστά από το σπίτι. Γρήγορα, έφτασε στη πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να περιμένει μονάχα μισό λεπτό για να δει τη πόρτα να ανοίγει.

Όπως και τη προηγούμενη φορά, περίμενε να δει ξανά την οικιακή βοηθό, όταν όμως άνοιξε η πόρτα του σπιτιού, αντίκρισε το πράσινο βλέμμα του.

Right Side Of HeavenWo Geschichten leben. Entdecke jetzt