"Οχι." κούνησε το κεφάλι της και οι κόκκινες τούφες που ήταν ελεύθερες από τον κότσο της, χαιδεψαν το πρόσωπο της.

"Από το Οχάιο είμαι."

"Κατάλαβα. Και πως βρέθηκες εδώ;"

"Είχα και γω το κλασικό όνειρο κάθε κοριτσιού εδώ γύρω, να επιτύχω στη Νέα Υόρκη."

"Μέχρι στιγμής τα καταφέρνεις μια χαρά." της χαμογέλασε η Μυρτώ και η κοπέλα το ανταπέδωσε.

"Εσύ, πως βρέθηκες εδώ; Ξέρω μόνο πως ήρθες από το Λονδίνο."

Συνειδητοποίησε τότε η Μυρτώ πως δούλευε αρκετές μέρες με τη κοπέλα και δεν γνώριζαν σχεδόν καθόλου η μία την άλλη.

"Έφυγα από την Ελλάδα και πήγα στο Λονδίνο με τη θεία μου, προτού έρθουμε έχω λόγω της δουλειάς της."

"Κατάλαβα."

"Θες να βγούμε για κανέναν καφέ μια μέρα μετά τη δουλειά;" ρώτησε η Μυρτώ.

"Φυσικά! Θέλω πολύ να σε γνωρίσω, δε γίνετε να δουλεύουμε μαζί και να μη ξέρω τίποτα για εσένα." χαμογέλασε.

"Και εγώ το ίδιο σκέφτηκα."

"Τι λες για σήμερα;" πρότεινε η κοκκινομάλλα.

Η κοπέλα ήταν έτοιμη να δεχτεί, όταν θυμήθηκε πως είχε κανονίσει με τον Δημήτρη εκείνο το βράδυ.

"Έχω κανονίσει δυστυχώς. Βλέπουμε για αύριο;"

"Ναι, κανένα πρόβλημα." της απάντησε η Ολίβια και οι δύο κοπέλες άρχισαν να δουλεύουν.

Διάβαζε υποψήφια άρθρα για το επόμενο τεύχος του περιοδικού και τα διόρθωνε, δίχως να καταλάβει πως η ώρα είχε περάσει. Όταν κοίταξε έξω από τα μεγάλα παράθυρα του γραφείου, ο ήλιος σχεδόν εδυε.

Κοίταξε την Ολίβια στο γραφείο δίπλα της, η οποία μάζευε τα πράγματα της. Συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει η ώρα να πάει σπίτι της. Μάζεψε και η ίδια τα πράγματα της και μαζί έφυγαν από το γραφείο.

Έφτασαν στο υπόγειο πάρκινγκ του ουρανοξύστη, χαιρετήθηκαν και είχε μόλις μπει στο αμάξι της, όταν άκουσε το κινητό της να χτυπάει.

Το έβγαλε από τη τσάντα της και είδε πως ήταν ο Δημήτρης.

"Παρακαλώ;"

"Έτοιμη για απόψε;"

"Μόλις τελείωσα από τη δουλειά, εσύ;"

"Κι εγώ το ίδιο. Πήρα να σε ρωτήσω που ήθελες να πάμε."

Η αλήθεια ήταν πως στον ενάμιση χρόνο που ήταν μαζί, δεν είχαν βγει πολλά ραντεβού, καθώς ο Δημήτρης ήταν πολύ συχνά απασχολημένος με τη δουλειά του. Όταν έβγαιναν πήγαιναν είτε στον κινηματογράφο είτε σε ωραία εστιατόρια, κάτι που η κοπέλα είχε βαρεθεί.

"Θέλω κάτι απλό. Ίσως να πάμε μια βόλτα στη πόλη και να μαγειρέψουμε μετά στο σπίτι σου;"

"Σε λατρεύω! Δεν ήθελα πάλι ένα από αυτά τα εστιατόρια με τους ξινους επιχειρηματίες."

Η κοπέλα γέλασε, σα να συμφωνεί μαζί του, γιατί ούτε εκείνη το ήθελε. Μπορεί και εκείνος να δούλευε σε μια από τις πιο γνωστές και ακριβές εταιρίες, αυτό όμως δε σήμαινε πως ήταν σαν όλους τους άλλους εγωκεντρικους επιχειρηματίες.

"Τα λέμε σε μισή ώρα, θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου." της είπες τελικά και έληξαν τη κλήση τους.

Η Μυρτώ έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι και άλλαξε από τη στενή της φούστα και τα τακούνια, σε ένα άνετο τζιν και μποτάκια. Η Κατερίνα δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη δουλειά, έτσι άφησε σημείωμα στο τραπέζι της τραπεζαρίας που έλεγε ότι μπορεί να μην επέστρεφε το βράδυ.

Κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου έπιασε κουβέντα με τον φιλικό θυρωρό, ώσπου εμφανίστηκε το αυτοκίνητο του αγοριού της μπροστά από το κτήριο.

Μπήκε στο αυτοκίνητο του και έσκυψε να του δώσει ένα φιλί στα χείλη, κάτι που κανονικά θα τον ξάφνιαζε, όχι όμως αυτή τη φορά. Ύστερα από το βράδυ που πέρασε στο σπίτι του και το πρωινό που είχαν, κάτι είχε αλλάξει ανάμεσα τους. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Ήταν πια πιο εκδηλωτικη προς εκείνον και ίσως λίγο προς τον κόσμο έξω. Τολμούσε να χαμογελάσει, να γελάσει, ακόμα και να κανονίσει για καφέ με συνάδελφο.

Ήταν μπερδεμένη, ανάμεσα στο παρελθόν της και το μέλλον της, τον Αλέξανδρο και τον Δημήτρη. Οι εφιάλτες της δεν την άφηναν να ξεπεράσει τον πρώτο της έρωτα, ενώ παράλληλα ο άντρας δίπλα της κατάφερνε να γκρεμίζει λίγο λίγο τον ψηλό τοίχο γύρω από τη καρδιά της.

Είχε αποδεχτεί πως ο Αλέξανδρος δεν θα γυρνούσε. Δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ, όσο κι αν πονούσε όμως κατάλαβε πως έπρεπε να συνεχίσει. Αυτό τη βοήθησε να το καταλάβει ο ψυχολόγος πίσω στο Λονδίνο, η θεία της, αλλά και ο Δημήτρης. Εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως πραγματικά νοιαζοταν για εκείνη.

Έναν μήνα πριν αν τη ρωτούσε κανείς γιατί ήταν μαζί του, δεν θα ήξερε να του δώσει μια απάντηση. Ίσως ήθελε δίπλα της κάποιον άλλο από τη θεία της. Κάποιον για να ξεγελάσει τον εαυτό της πως δεν πονούσε. Κάποιον να τη κάνει να νιώσει ξανά. Κάποιον να περάσει τον χρόνο της μαζί του και όχι μόνη της.

Αν τη ρωτούσε όμως κάποιος τώρα, θα του απαντούσε πως ήταν μαζί του γιατί πραγματικά ήθελε να δώσει μια ευκαιρία σε αυτό που είχαν. Να τον μάθει κι άλλο, όχι να ξέρει μόνο πως ήταν ένας καλός άνθρωπος. Ήθελε να μάθει τις λεπτομέρειες για εκείνον που ήξεραν λίγοι ή και κανείς. Ήθελε να προχωρήσουν τη σχέση τους όταν νιώσουν έτοιμοι, ήθελε μια κανονική σχέση στην οποία δεν βρισκόταν απλώς για να ξεχάσει τον πόνο της, αλλά για να βρει τη χαρά.

"Πάμε;" τη ρώτησε.

Με ένα μικρό χαμόγελο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και εκείνος ξεκίνησε το αμάξι.

Right Side Of HeavenWhere stories live. Discover now