ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42

433 79 54
                                    

Το επιβλητικό βλέμμα του πορτιέρη κάρφωσε πρώτα το γεροδεμένο αγόρι που στεκόταν μπροστά μου, κι έπειτα εμένα.

Διακριτικά άφησα τούφες της περούκας να πέσουν μπροστά από τα μάτια μου προκειμένου να κρύψω το πρόσωπό μου, ενώ παράλληλα τραβήχτηκα χωρίς να το συμμερίζομαι πίσω από τον Ράιαν.

Η ενδυμασία του αγοριού ήταν παραδόξως ταιριαστή με το περιβάλλον προς το οποίο οδεύαμε, γι' αυτό και επαναπαύτηκα στην ιδέα πως δε θα δημιουργούσαμε υποψίες στον ήδη καχύποπτο άντρα που είχαμε απέναντί μας. Φορούσε ένα ξεσκισμένο -σε σημείο υπερβολής, θα έλεγα- παντελόνι, ένα κατάμαυρο πουκάμισο το οποίο εφάρμοζε άψογα πάνω στο γραμμωμένο του κορμί, έχοντας στο κεφάλι έναν εξίσου μαύρο σκούφο. Αλυσίδες κρέμονταν από τον καβάλο του και πολλά, πάρα πολλά βραχιόλια απάρτιζαν τα χέρια του, κάτι που μπόρεσα να παρατηρήσω χάρη στα μανίκια τα οποία ήταν τραβηγμένα μέχρι τους αγκώνες.

Υποπτευόμουν έντονα πως για αυτή την απροσδόκητα σωστή επιλογή των ρούχων, ευθυνόταν ο Λίαμ...

Μοναδική μου έγνοια από εδώ και στο εξής, ήταν μήπως κάποιος τον αναγνωρίσει.

Η επίμονη ματιά του μυώδη άντρα με πανικόβαλε αρκετά, ίσως περισσότερο απ' όσο θα 'πρεπε. Πάσχισα όμως να μη εκδηλώσω αυτή την ανησυχία μου, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κάνω. Ήμουν τόσο τρομαγμένη που φάνταζε αδύνατο να κατευνάσω το τρέμουλο των ποδιών μου, σε αντίθεση με τον Ράιαν ο οποίος είχε μία ατέρμονη ηρεμία και φυσικότητα. Φαινόταν αυτό τόσο μέσα από τις κινήσεις του όσο και από τον κοφτό χαιρετισμό που χάρισε στον άντρα.

Όταν τον πλησιάσαμε, ο Ράιαν επιβράδυνε τον βηματισμό μας όμως δεν σταματήσαμε εκεί, μπροστά του. Αντ' αυτού κράτησε πιο σφιχτά το χέρι μου και πλησίασε την πόρτα, μα ο πορτιέρης ήταν εκεί για να του κόψει το δρόμο. «Σύνθημα», απαίτησε με προφορά σπαστή, ξενική.

Εγώ κοκάλωσα στον ήχο της βαριάς αυτής φωνής, το ίδιο και ο Ράιαν.

Πάσχισε, παρόλα αυτά, να διατηρήσει εκείνη την εντυπωσιακή φυσικότητα. Του έσκασε ένα σύντομο χαμόγελο το οποίο υποδήλωνε ενόχληση παρά ευθυμία, τη στιγμή που άνοιξε το στόμα για να μιλήσει: «Τα άτομα που μας προσκάλεσαν είπαν ότι η είσοδος είναι... ελεύθερη», αποκρίθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους αμέσως μόλις του χάρισε ένα βλέμμα βουτηγμένο στην ίδια ενόχληση που προ-υπήρχε στα λόγια και το χαμόγελό του. «Έχουμε ήδη αργήσει, γίνεται λοιπόν να μη χρονοτριβούμε;», συνέχισε με τον ίδιο τόνο.

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now