ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

771 112 13
                                    

Όταν πια το σούρουπο είχε κυριεύσει ολόκληρη την πλάση, βρεθήκαμε σε εκείνο το ξέφωτο.

Ο Φέλιξ τότε σωριάστηκε στο έδαφος χωρίς να το ορίζει ο ίδιος, καθώς όλη αυτή την ώρα μεταβίας έσερνε το κορμί του στις απέραντες εκτάσεις του τροπικού δάσους που διανύαμε.

Έτρεξα πανικόβλητη προκειμένου να σταθώ πάνω από το κεφάλι του γεμάτη αγωνία, για να διαπιστώσω πως έχει ακόμα τις αισθήσεις του και πως απλά είναι καταπτοημένος, κουρασμένος και βαρύς εξαιτίας της δύσκολης ανάρρωσης από την αρρώστια στην οποία υποβλήθηκε εξαιτίας μου.

Τον άφησα εκεί, ξαπλωμένο ανάσκελα να πασχίζει γοερά να ανασάνει, για να κατευθυνθώ προς την άκρη αυτού του ξέφωτου. Τα χρώματα και η ατμόσφαιρα και ο καμβάς της φύσης που ξεδιπλωνόταν εκεί πέρα ήταν αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα... Έτσι, μαγεμένη καθώς ήμουν, με το τοπίο να με ναρκώνει και να με μεταφέρει στην ύψιστη μορφή νιρβάνας, πλησίασα το χείλος του γκρεμού, καθώς κατάλαβα σύντομα πως ήταν η άκρη του ξέφωτου.

Το μαγευτικό τοπίο τράβηξε μακριά την προσοχή και το μυαλό μου από οτιδήποτε άλλο.

Το χωμάτινο έδαφος είχε καταληφθεί ολοσχερώς από απέραντο γρασίδι που συνεχιζόταν μέχρι πέρα και κάτω στην απότομη επιφάνεια του γκρεμού. Ήταν ένας γκρεμός που οδηγούσε σε μία άβυσσο την οποία δε μπορούσα να διακρίνω εξαιτίας της ομίχλης που κυρίευε τον πάτο της. Μπορούσα παρ' όλα αυτά να δω ένα άλλο δάσος που ξέφευγε από τα δεσμά της, εκεί χαμηλά, χιλιόμετρα όμως μακριά. Ήταν ένα ακόμα τεράστιο δάσος που κι αυτό με τη σειρά του κατέληγε σε ένα ακόμα ψηλότερο βουνό.

Χαμογέλασα πνιχτά, όμως σύντομα το γέλιο κόπηκε μαχαίρι, διότι ακριβώς τη στιγμή εκείνη ο Φέλιξ βγάζει μία κοφτή κραυγή πόνου. Αυτό ήταν αρκετό για να με επαναφέρει πάλι πίσω στη σκληρή πραγματικότητα από την οποία προσπαθούσαμε να γλιτώσουμε.

«Πώς νιώθεις, Φέλιξ;», μουρμούρισα ανήσυχα και τον πλησίασα, για να κάτσω τελικά οκλαδόν δίπλα του.

Εκείνος όμως μόρφασε. «Σταμάτα το αυτό», αποκρίθηκε κοφτά, για να καρφώσει ξανά την προσοχή του από μένα, πάνω στον λαμπρό, γεμάτο αστέρια, και πεντακάθαρο ουρανό.

«Ποιο πράγμα;», ψέλλισα προβληματισμένη, με τα φρύδια μου να σμίγουν.

«Να προφέρεις λάθος το όνομά μου!», αναφώνησε και αναστέναξε, ακριβώς σα να αισθάνεται απογοητευμένος από το πνευματικό επίπεδο της συνομιλήτριάς του, κάτι που με ενόχλησε υπερβολικά πολύ.

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now